ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ

Πέμπτη 5 Μαρτίου 2020

A hidden life 2019 -Η κρυμμένη δύναμη της αγιότητας-




Είναι άλλωστε κάποιες στιγμές στη ζωή –και αυτή είναι μια τέτοια στιγμή– που το μόνο ερώτημα δεν είναι να αλλάξεις τον κόσμο, αλλά πώς ο κόσμος να μην αλλάξει εσένα.
                                                      Σταύρος Ζουμπουλάκης


Η κρυμμένη δύναμη της αγιότητας



Πριν από κάμποσους μήνες, τον Σεπτέμβριο 2018, έγραφα σε αυτήν εδώ τη στήλη για τον άγιο (beatus, για την ακρίβεια, από το 2007) της Καθολικής Εκκλησίας Φραντς Γαιγκερσταίτερ. Η μνήμη του τιμάται στις 9 Αυγούστου, ημέρα του αποκεφαλισμού του στην γκιλοτίνα από τους ναζί, το 1943, στη φυλακή του Μπράντενμπουργκ, στο Βερολίνο. Ευχόμουν εν κατακλείδι η ταινία του Τέρενς Μάλικ να κάνει γνωστότερη τη μνήμη του νεοφανούς αγίου και να προβληθεί και στην Ελλάδα, γιατί είχα διαπιστώσει με έκπληξη ότι ακόμη και φίλοι μου καθολικοί κληρικοί αγνοούσαν την ύπαρξή του. Η ταινία ήρθε πράγματι και προβάλλεται αυτές τις μέρες στις αίθουσες με αβέβαιη επιτυχία.
Ο Αυστριακός αγρότης Φραντς Γαιγκερσταίτερ, στο ορεινό χωριό Σανκτ Ράντεγκουντ των Αλπεων, δεν είναι αντιρρησίας συνείδησης, όπως γράφουν πολλοί σε ελληνικές και ξένες εφημερίδες, αλλά πιστός καθολικός, ενεργό μέλος της μικρής ενορίας του χωριού του, που παίρνει τοις μετρητοίς την εντολή «ου φονεύσεις» και το Ευαγγέλιο, που βάζει την κρίση και τη δικαιοσύνη του Θεού πάνω από την κρίση και τη δικαιοσύνη των ανθρώπων. Ζει μια ειρηνική αγροτική και οικογενειακή ζωή, μέσα στο κάλλος της φύσης και στην αιώνια εναλλαγή των εποχών. Η βία όμως θα φτάσει και εκεί· όταν ο πόλεμος σαρώνει όλη την Ευρώπη, κανείς δεν είναι προφυλαγμένος από τη βία του. Ο Φραντς δεν μπορεί να συνταχθεί με τον ναζισμό και τη φονική ιδεολογία του, γι’ αυτό και ρίχνει αρνητική ψήφο στο δημοψήφισμα (10 Απριλίου 1938) για την προσάρτηση της Αυστρίας, όταν το υπέρ επικράτησε με ποσοστό 97,75% (το γεγονός αυτό δεν ιστορείται στην ταινία), δεν παίρνει τα επιδόματα που δίνει το κράτος, δεν χειροκροτεί στις ναζιστικές ομιλίες, δεν δίνει τον οβολό του στον έρανο για τον ναζιστικό στρατό. Η κρίσιμη ώρα, ωστόσο, είναι η ώρα της επιστράτευσης. Ο Φραντς αρνείται να συμπολεμήσει με τους ναζί, γιατί απλούστατα ως χριστιανός αρνείται να σκοτώνει. Ο επίσκοπος προσπαθεί να τον μεταπείσει λέγοντάς του ότι έχει υποχρέωση να υπερασπιστεί την πατρίδα, ο αγρότης όμως ξέρει ότι κανένας πόλεμος δεν είναι ευλογημένος, απολύτως κανένας και για κανέναν λόγο. Η Εκκλησία, που σήμερα τον τιμά ως άγιο και μάρτυρα, την εποχή του μαρτυρίου του δεν ήταν μαζί του, πολλοί κληρικοί και λαϊκοί της μάλιστα υπήρξαν δραστήριοι ναζιστές. Οι συγχωριανοί του στρέφονται εναντίον του, εναντίον της γυναίκας του, ακόμη και εναντίον των τριών μικρών παιδιών του. Δεν λείπουν, ωστόσο, και οι μικρές πράξεις καλοσύνης.
Ενα από τα επιχειρήματα με τα οποία προσπαθούν να τον μεταπείσουν από την απόφασή του είναι ότι η πράξη του δεν θα έχει κανένα αποτέλεσμα, δεν πρόκειται να αλλάξει τον κόσμο και, επιπλέον, δεν πρόκειται να τη μάθει κανείς. Το επιχείρημα δεν τον αγγίζει, γιατί δεν έχει κανένα σκοπό να αλλάξει τον κόσμο, θέλει μόνο να μείνει πιστός στο Ευαγγέλιο.
Είναι άλλωστε κάποιες στιγμές στη ζωή –και αυτή είναι μια τέτοια στιγμή– που το μόνο ερώτημα δεν είναι να αλλάξεις τον κόσμο, αλλά πώς ο κόσμος να μην αλλάξει εσένα. Του προσάπτουν ακόμη ότι αυτό που κάνει είναι μια πεισματική πράξη εγωισμού. Το μαρτύριο δεν μπορεί ποτέ να αποτελεί επιδίωξη των χριστιανών. Εάν ο Φραντς δεχόταν να υπηρετήσει ως νοσοκόμος στον στρατό, όπως του προτείνουν, αυτό θα ήταν πράγματι ένας συμβιβασμός αλλά όχι προδοσία της πίστης του. Εκείνος όμως το αρνείται και αυτό, γιατί δεν θέλει να ορκιστεί στον Χίτλερ και στο καθεστώς του.
Ο Φραντς Γαιγκερσταίτερ είναι μια Χριστική μορφή, πορεύεται στο μαρτύριο ως μιμητής Χριστού, όπως φαίνεται τη στιγμή της δίκης και κυρίως της συνομιλίας του με τον πρόεδρο του στρατοδικείου. Πορεύεται προς τη θυσία με μια προσευχή στο στόμα (όχι με τη Διεθνή ή με τον εθνικό ύμνο). Υποψιθυρίζει το Πάτερ ημών στη γλώσσα του – δεν ήταν καλή η ιδέα του Μάλικ να μην υποτιτλίζονται όλα ανεξαιρέτως τα γερμανικά, θα μπορούσε να περιοριστεί στα ναζιστικά ουρλιαχτά. Ο άγιος Φραντς Γαιγκερσταίτερ πεθαίνει άφοβα, γιατί πιστεύει ακλόνητα στη βασιλεία του Θεού, όπου θα ανταμώσει ξανά τη γυναίκα του και τα παιδιά του.
Δεν είναι εύκολο να κάνεις σήμερα ταινία τον βίο ενός αγίου, και μόνο ένας σκηνοθέτης με την τόλμη του Μάλικ θα μπορούσε να το κάνει. Μια ταινία του Μάλικ είναι, βέβαια, μια ταινία του Μάλικ, εξ ου και όλες αυτές οι πανέμορφες και μεγαλειώδεις εικόνες της φύσης. Ισως η αφήγηση του βίου ενός αγίου να μη χρειαζόταν τόσο επιβλητικό φυσικό μεγαλείο, αλλά περισσότερη απλότητα. Ας μη μείνουμε ωστόσο σε αυτήν την επιφύλαξη –θα ήταν μικρόψυχο– και ας προσχωρήσουμε στον τρόπο του σκηνοθέτη. Ο κόσμος και το κάλλος του αποτελεί το πεδίο όπου διεξάγεται ο πόλεμος και λαβαίνουν χώρα οι ανήκουστες φρικαλεότητές του, το πεδίο όπου εκδηλώνεται η κακότητα των ανθρώπων. Ταυτόχρονα όμως και αξεχώριστα αποτελεί και το πεδίο όπου ζει και μαρτυρεί ένας άγιος, όπου ζουν η αγάπη και η καλοσύνη. Η αφανής θυσία του Φραντς Γαιγκερσταίτερ –οι ναζί τον σκότωσαν, αλλά δεν τον υπέταξαν– και η αγάπη, η δική του και της γυναίκας του, εξημερώνουν και εξανθρωπίζουν αυτό το μεγαλειώδες κάλλος, που διαφορετικά θα έμενε απόκοσμο και παγερό, και κάνουν τη ζωή σε αυτόν τον κόσμο άξια να τη ζει κανείς.


                                                     Το trailer της ταινίας

Μία Κρυφή Ζωή: To αριστούργημα του Τέρενς Μάλικ


 ΑΝΤΙΦΩΝΟ-ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΔΟΞΙΑΔΗΣ

Σήμερα είδα στην Αγγλία το A Hidden Life, την τελευταία ταινία του Τέρενς Μάλικ. Ό,τι και να πω είναι λίγο. Είχα χρόνια πολλά να θυμηθώ ότι το σινεμά μπορεί να είναι όχι απλώς τέχνη, αλλά μεγάλη τέχνη, ισότιμη σε αποτέλεσμα με τα μεγάλα κλασικά έργα της λογοτεχνίας, της μουσικής ή της ζωγραφικής... 


Το θέμα της είναι πραγματικό. Βασίζεται στη ζωή, το μαρτύριο και τον θάνατο ενός νεαρού αυστριακού χωρικού, του Franz Jägerstätter (Γιέγκερστετερ) φτωχού αγρότη και καντηλανάφτη στο μικρό ορεινό χωριουδάκι όπου έμενε. Το έγκλημά του ότι αρνήθηκε να πολεμήσει ως στρατιώτης στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, επειδή έβρισκε ότι αυτό αντιτίθεται στην χριστιανική του πίστη, στο «ου φονεύσεις» και στην άρνηση του όρκου απόλυτης πίστης σε έναν άνθρωπο, τον Χίτλερ. Έδειξε τέτοιο ηθικό μεγαλείο που ντρόπιασε όλη την αυστριακή εκκλησία, τόσο που όσο ήταν στη φυλακή επιστρατεύθηκαν λυτοί και δεμένοι, από τον παπά του χωριού ως τον τοπικό αρχιεπίσκοπο, δικηγόροι και δικαστές, να τον πείσουν ότι δεν κάνει καλά, με διάφορες σοφιστείες – και αυτό γιατί η στάση του τους έδειχνε τι θα πει πραγματικά γενναίος άνθρωπος, πραγματικός πιστός, και άρα τη δική τους ηθική έκπτωση. Του έταζαν να του χαρίσουν τη ζωή αν άλλαζε γνώμη, αν υπηρετούσε έστω σε ένα νοσοκομείο, ώστε να μη φέρει όπλα – αλλά αφού δώσει τον όρκο τυφλής πίστης στον Χίτλερ που έδινε κάθε στρατιώτης. Το αρνήθηκε. Η δίκη του καθυστέρησε επί ένα εξάμηνο, μήπως τον πείσουν. Και συνέχισαν να προσπαθούν μέχρι την εκτέλεση. Αλλά δεν τα κατάφεραν.
Η ιστορία του Γιέγκερστετερ είναι όντως συγκλονιστική, η απλότητα, η γλύκα, η καλοσύνη, και το υπεράνθρωπο θάρρος αυτού του ανθρώπου, όπως και της νεαρής γυναίκας του, που, αν και υπέστη μύριους εξευτελισμούς και ταλαιπωρίες, στάθηκε κοντά του, λέγοντάς του στα γράμματά της στη φυλακή ότι η αγάπη της επιβάλλει να στηρίξει την κάθε του απόφαση. (Τη γυναίκα αυτή είχα την τιμή να τη γνωρίσω, στα 80 της, πριν γίνει ευρύτερα γνωστή η ιστορία του άντρα της, στο μικρό χωριουδάκι όπου έμεινε με τα παιδιά της την υπόλοιπη ζωή της – πήγα γυρεύοντάς την και τη βρήκα.) Αλλά αυτό που κάνει ο Μάλικ με αυτήν την ιστορία, το βάθος και η πνευματικότητα που πετυχαίνει, σου εμπνέουν πραγματικό δέος, σου κόβουν την ανάσα, σε αναστατώνουν ψυχικά, σου φέρνουν τον κόσμο πάνω κάτω. Μαζί με τον “Λόγο” του Ντράγιερ και την “Θυσία” του Ταρκόφσκι, και ίσως παραπάνω από αυτά τα δυο αριστουργήματα, δεν έχω δει άλλη ταινία που να προκαλεί με τέτοιον τρόπο ιερό δέος, μαζί υπερβατικό και βαθιά ανθρώπινο.
Πρωτόμαθα για τον Γιέγκερστετερ στα εικοσι-τόσα μου, βρίσκοντας τυχαία ένα βιβλίο που γράφτηκε από τον αμερικάνο κοινωνιολόγο Γκόρντον Ζαν. Mαθαίνοντας εκείνος από έναν αυστριακό φίλο την άγνωστη στους πάντες, εκτός από τους συντοπίτες του, ιστορία του Γιέγκερστετερ, ταξίδεψε στο χωριό του και στα κοντινά χωριά και κωμοπόλεις, κάπου είκοσι χρόνια μετά τον πόλεμο, να μελετήσει, αρχικά με κοινωνιολογικό ενδιαφέρον, τις μνήμες που είχαν από αυτόν όσοι τον ήξεραν. Το αποτέλεσμα ήταν συγκλονιστικό: δεν βρήκε σχεδόν ούτε έναν να τον θεωρεί ήρωα, μάρτυρα, άγιο. Όλοι τον κατηγορούσαν, ότι ήταν προδότης που δεν πολέμησε για την πατρίδα του, ανεύθυνος επειδή είχε τρία μικρά παιδάκια που άφησε ορφανά (η απάντησή του Γιέγκερστετερ όταν του έθεσε το ερώτημά αυτό ο αρχιεπίσκοπος ήταν: «Για να μην αφήσω δηλαδή ορφανά τα παιδάκια μου, πρέπει να πηγαίνω να σκοτώνω και να αφήνω άλλα παιδάκια ορφανά;»), ακόμα και δειλός (!) που απέφευγε τον πόλεμο, απλώς τρελός, σαλεμένος στα μυαλά – ένα από τα κύρια επιχειρήματα γι αυτό ήταν ότι ήταν ο μόνος στο χωριό που οδηγούσε μοτοσυκλέτα – ή φανατικός, που ο φανατισμός του δεν τον άφηνε να δει την αλήθεια. Αυτό που συγκλόνισε τον Γκόρντον Ζαν, πέρα από την ίδια την ιστορία του Γιέγκερστετερ, δηλαδή η αδυναμία της κοινωνίας να δεχτεί αυτόν τον άνθρωπο για αυτό που ήταν, ήρωας, μάρτυρας, άγιος, ήταν που με έκανε και μένα να μην τον ξεχάσω από όταν πρωτοδιάβασα το βιβλίο.
Στο σινεμά πού πήγα να δω την ταινία (τρόμαξα να την πετύχω: παιζόταν μια φορά τη μέρα, στις 11 το πρωί, σε ένα μόνο σινεμά, σε μια μεγάλη πόλη) ήμασταν πέντε άνθρωποι στην αίθουσα–που όλοι βγήκαμε συγκλονισμένοι. Η ταινία έχει εισπράξει τρία εκατομύρια δολάρια διεθνώς, δηλαδή με αμερικάνικα κριτήρια μηδέν. Και δεν προτάθηκε, αυτό το υπέρτατο αριστούργημα κινηματογράφου, σκηνοθεσίας, σεναρίου, σύλληψης, εικόνας, ερμηνειών, ούτε για ένα Όσκαρ. Αν είχε κάνει την ιστορία του Γιέγκερστετερ ταινία το Χόλιγουντ, με φόρμουλες μελοδρόματος, που θα απεύφευγαν το βάθος του τραγικού διλήμματος του πραγματικού ήρωα, μάλλον θα είχε σκίσει. Αλλά ο Μάλικ μπήκε στην ουσία του δράματος, που πάει να πει στα μύχια της ψυχής, όπως μπήκε ο πραγματικός Γιέγκερστετερ στη ζωή του, όπως μπαίνει ο Ντοστογιέφσκι στην ψυχή των ηρώων του, στο μυθιστόρημα. Εκεί είναι που φαίνεται τι αξίζει ο καθένας, στην ανώτατη ζυγαριά.
Η εισπρακτική αποτυχία της ταινίας και η αδιαφορία που την τύλιξε, για ταινία μεγάλου δημιουργού, εξηγείται πιστεύω από τον ίδιο λόγο που πρώτος ανακάλυψε ο Ζαν στην περίπτωση Γιέγκερστετερ: ο κόσμος δεν συμπαθεί τους ήρωες, τους μάρτυρες, τους άγιους, αν είναι πραγματικοί, ή αν βλέπει υπαρξιακά αληθινές αναπαραστάσεις τους, στην μεγάλη τέχνη. Και δεν τους συμπαθεί γιατί του θυμίζουν πόσο ξεπερνά τον μέσο άνθρωπο η δυνατότητα του πραγματικού ηθικού θάρρους. Άσε που, ειδικά στην Αμερική της πολιτικής ορθότητας, δεν είναι της μόδας να υμνεί ένας καλλιτέχνης έναν χριστιανό.
Σήμερα o Γιέγκερστετερ έχει γίνει τοπικός άγιος (beatus) της καθολικής εκκλησίας. Η ειρωνεία είναι ότι την απόφαση την πήρε ο Πάπας Βενέδικτος, ο ίδιος στα νιάτα του στη Χιτλερική Νεολαία – ή βαθιά μεταμέλεια έχουμε εδώ, ή ενοχές, ή προσπάθεια για ξέπλυμα του παρελθόντος του, ή συνδυασμό των ανωτέρω. Αλλά είτε είναι κανείς χριστιανός είτε όχι, αν θέλει να αντιμετωπίσει το υπαρξιακό βάθος της ζωής, θα συγκλονιστεί από την ιστορία του Γιέγκερστετερ, στην απαράμιλλη απόδοση του Μάλικ. Μην τη χάσετε, αν και προειδοποιώ ότι είναι μια ταινία που σε ανεβάζει ψηλά μαζί και σε διαλύει – δεν προσφέρεται για μια βραδιά ξενοιασιάς και διασκέδασης.
Στην Ελλάδα βγαίνει στις 13 Φεβρουαρίου, αν πληροφορήθηκα σωστά, με τίτλο “Μια κρυφή ζωή”.

                                                   franz και franziska jägerstätter


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου