ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ

Παρασκευή 10 Ιουλίου 2020

Η ψυχή βλέπει μέσα από τα μάτια..



Εάν η ψυχή σου είναι γεμάτη από το φως του Χριστού, βλέπεις παντού ομορφιά.
Βλέπεις σαν τον Χριστό. Δε μπορείς να δεις την ασχήμια, όχι γιατί δεν υπάρχει αλλά γιατί την μεταμορφώνεις σε φως.
Ποιος είναι αυτός που βλέπει; Μήπως το μάτι; Όχι. Η ψυχή βλέπει μέσα από τα μάτια. Γι’ αυτό ακόμη κι αν χαθούν τα μάτια δεν σταματάμε να βλέπουμε με άλλους τρόπους πολλές φορές ακόμη βαθύτερους.
Μου έλεγε μια κοπέλα τυφλή αλλά γεμάτη Χάρη Θεού, «Πάτερ μου έχασα το φως των ματιών μου και βρήκα το Φως του Χριστού. Είναι τόσο γλυκός και φωτεινός…». Μου τα έλεγε και γελούσε, χαιρόταν.
Ντράπηκα που εγώ είχα μάτια μα όχι την χαρά της. 
Για ακόμη μια φορά κατάλαβα ότι οι μεγάλοι σταυροί φέρουν και μεγάλα χαρίσματα.
Την πήρα μια αγκαλιά και την ασπάσθηκα. Ευωδίαζε σαν ανοιξιάτικο λουλούδι.
Όπως εκείνα που ενώ δεν μιλάνε δε μπορείς να περάσεις διπλά τους δίχως να σκύψεις μπροστά στην ομορφιά τους.

Eπίσης:

Κυριακή του τυφλού

To 'εγώ' του ανθρώπου


"Το εγώ του ανθρώπου είναι τόσο υποχθόνιο, ώστε κρύβεται κάτω και από το πιο ιερό πράγμα…
Τι είναι ο άνθρωπος!
Πώς κρύβεται το εγώ μας!
Προς τον Χριστό πάει, με τον Χριστό μιλάει, αλλά τον εαυτό του κοιτάζει!"

Γέρων Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης

Επίσης:

Γέροντας Αιμιλιανός ο Σιμωνοπετρίτης + 9 Μαΐου 2019

Γέροντας Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης: Τι είναι η μοναξιά;

Τρίτη 7 Ιουλίου 2020

Μόνο ἕνα νά προσέξεις, μέ συμβούλεψε ὁ Ὅσιος Πορφύριος. Νά ξεκαθαρίζεις τίς σκέψεις σου...


Μόνο ἕνα νά προσέξεις, μέ συμβούλεψε ὁ Ὅσιος Πορφύριος. 

Νά ξεκαθαρίζεις τίς σκέψεις σου, πού ἀπό τήν πολλή σου εὐαισθησία πιέζεσαι καί θλίβεσαι... 

Νὰ τὶς διώχνεις, νὰ μὴν παραμένουν. Νὰ ἀγαπᾶς τοὺς πειρασμοὺς ποὺ ἔρχονται καὶ δὲν θὰ ταράζεσαι, οὔτε θὰ θλίβεσαι. Νὰ ἀγαπᾶς πολὺ ὅλους τοὺς ἀδελφοὺς τὸ ἴδιο. Νὰ ἀγαπᾶς πολὺ τὸν Γέροντα. Ἕνας Γέροντας, ἕνας Χριστός...

– Πῶς θὰ ἀγαπήσω τοὺς πειρασμοὺς καὶ τὶς δυσκολίες;

– Εἶναι μεγάλη ἱστορία αὐτή. Ἔχει τοὺς τρόπους της. Ἅμα μπεῖ ὁ Χριστὸς στὴν καρδιά, τὴ γεμίζει μὲ τὴν ἀγάπη Του. Τότε δὲν ὑπάρχει “μὴ τοῦτο, μὴ ἐκεῖνο, μή, μή…”. Μόνο ἀγάπη… Πάνω ἀπ’ ὅλα ἡ Ἀγάπη.

Τὰ μὴ ἦσαν πρὸ Χριστοῦ. Τὰ κατήργησε ὁ Χριστός. Ἔφερε τὴν Ἀγάπη. Παράδεισος εἶναι ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὑπακοή, ἡ ταπείνωση.

Νὰ εὐχαριστεῖς τὸν Θεὸ γιὰ τὸν πειρασμό σου...

Καὶ κάποιος ἄλλος ποὺ εἶχε πρόβλημα ἀρκετὰ σοβαρὸ καὶ πῆγε καὶ τὸ εἶπε στὸν Ὅσιο Πορφύριο, τοῦ λέει, ἀφοῦ ἦταν ἀνθρωπίνως ἄλυτο: “Ἄκου, παιδί μου, σοῦ ἐμπιστεύθηκε ὁ Θεὸς ἕνα μικρὸ πειρασμό, μιὰ μικρὴ δυσκολία, ἕνα προβληματάκι… 

Κι ἐσύ ἀντί νά χαρεῖς γι’ αὐτό πού σοῦ ἐμπιστεύτηκε, κάθεσαι καί στενοχωριέσαι; 

Πές, “Χριστέ μου, νὰ εἶναι εὐλογημένο!

Ἀφοῦ ἐπέλεξες ἐσὺ αὐτό, ἢ ἡ ἀδυναμία μου ὅρισε αὐτὸ καὶ ἐσὺ τὸ ἀνέχεσαι, νὰ εἶναι εὐλογημένο. Καὶ εὐχαριστῶ, Θεέ μου”.

Ξεχνᾶμε νὰ λέμε εὐχαριστῶ... και στὴν θλίψη, καὶ στὸν πόνο...


''Άμα μπει ο Χριστός στην καρδιά...''

Ἀπὸ τὸ βιβλίο “Ἀνθολόγιο Συμβουλῶν Γέροντος Πορφυρίου“, σσ. 207-208

Επίσης:




τὸ κοινωνικὸ ἀντίκρισμα τῆς θεωρίας τῶν ὄντων

Μαρία Πασσαλῆ- Πορεία πλεύσης

από ΑΔΡΑΧΤΙ


[…] «Σ’ ὅλη τὴ γῆ ἔφτασε ὁ λόγος γιὰ τὰ κατορθώματά σου καὶ ἁπλώθηκε στὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης ἡ εὐωδία τῶν ἀρετῶν σου». Γιατὶ δὲν ἔφαγες μόνος τὸ ψωμί σου, ἀλλὰ μετέδωσες ἀπ’ αὐτὸ πλούσια στὰ ὀρφανὰ καὶ τὰ ἀνέθρεψες ἀπὸ μικρὰ σὰν πατέρας τους κι ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας τους τὰ ὁδήγησες στὴ δικαιοσύνη. Δὲν εἶδες γυμνοὺς νὰ πεθαίνουν καὶ δὲν τοὺς ἔντυσες. Ὅλοι οἱ ἀδύναμοι σ’ εὐλόγησαν∙ γιατὶ ζέστανες τοὺς ὤμους τους ἀπὸ τὴν κουρὰ τῶν ἀρνιῶν σου. Δὲν ἔκρυψες τὸ χρυσάφι σου στὴ γῆ σου, ὥστε νὰ ἀπολαμβάνει ἡ σάρκα σου, ἀλλὰ ἔστειλες ὅλο σου τὸν πλοῦτο στὸν οὐρανό, γιὰ νὰ ἑτοιμάσει τὰ ἀγαθὰ τῆς ψυχῆς. […] Περιόρισες τὰ χέρια σου ἀπὸ ἄδικα δῶρα, ἔσωσες τὸν φτωχὸ ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ δυνάστη καὶ ἔκλαψες γιὰ κάθε ἀδύναμο καὶ ἀναστέναξες βλέποντας ὄποιον βρέθηκε σὲ ἀνάγκη. Βοήθησες ὀρφανὰ ποὺ δὲν εἶχαν προστάτη, σ’ εὐλόγησαν τὰ στόματα τῶν χηρῶν. Γιατὶ ἐνδύθηκες τὴ δικαιοσύνη καὶ ντύθηκες τὴ δίκαιη κρίση. Ἔγινες ὁ ὀφθαλμὸς τῶν τυφλῶν, τὸ πόδι τῶν κουτσῶν καὶ ὁ πατέρας τῶν ἀδυνάτων. Συνέτριψες τὶς μυλόπετρες τῶν ἀδίκων καὶ ἀπέσπασες ἀνάμεσα ἀπὸ τὰ δόντια τους ὅ,τι εἶχαν ἁρπάξει. […] Δηλαδὴ μὲ τὴ γνώση τῆς εὐσεβοῦς θεωρίας τῶν ὄντων πορεύεσαι ἀβλαβῶς ἀπὸ τὴν ἀπάτη καὶ τὴν ἄγνοια τούτου τοῦ αἰῶνος σπεύδοντας πρὸς τὸ ἀνίσκιωτο φῶς. […]

Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Λόγος παραινετικὸς ἐν εἰδει ἐπιστολῆς πρὸς τὸν δοῦλον τοῦ Θεοῦ κύριον Γεώργιον, τὸν πανεύφημον Ἔπαρχον Ἀφρικῆς

επίσης:

Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής

Πέμπτη 2 Ιουλίου 2020

Αγ.Ιωάννης Μαξίμοβιτς


“Πείτε στόν κόσμο:
Παρόλο πού έχω πεθάνει,είμαι άκόμα ζωντανός..!”


 Άγιος Ιωάννης Μαξίμοβιτς (+19 Ιουνίου/2 Ιουλίου 1966)


Η αγιότητα
δεν είναι απλά “ορθότητα”
ή “τιμιότητα”,
για την οποία οι “ηθικοί”
πρόκειται να “ανταμειφθούν”
στην Ουράνια Βασιλεία του Θεού.
Είναι εκείνο το ύψος,
κατά το οποίο
οι άνθρωποι είναι πλημμυρισμένοι
με τη Χάρη του Θεού,
η οποία διοχετεύεται από αυτούς
προς όλους όσους τους συναναστρέφονται.
Η αγιότητα των αγίων,
προέρχεται από τη δική τους
άμεση και συνεχή θεωρία της δόξας του Θεού.
Οι άγιοι είναι, επίσης, γεμάτοι
από την αγάπη για τον πλησίον·
η οποία αγάπη,
προέρχεται από την αγάπη
που έχουν αυτοί προς τον Θεό
και γι’ αυτό ανταποκρίνονται
σε κάθε ανθρώπινη ανάγκη.
Και σε κάθε ανθρώπινο αίτημα
του πλησίον τους,
οι άγιοι ενεργούν σαν διαμεσολαβητές
και σαν πρεσβευτές ενώπιον του Θεού».

~ Άγιος Ιωάννης Μαξίμοβιτς

Η μνήμη του τιμάται 2 Ιουλίου


Άγιος Πορφύριος Καυσοκαλυβιτης – Έτσι λειτουργεί το θαύμα του Θεού μέσα σε τέτοιες ψυχές, που λέμε «πεταμένες»



Να γνωρίζετε και το άλλο. Οι ψυχές οι πεπονημένες, οι ταλαιπωρημένες, που ταλαιπωρούνται από τα πάθη τους, αυτές κερδίζουν πολύ την αγάπη και την χάρη του Θεού.
Κάτι τέτοιοι γίνονται άγιοι και πολλές φορές εμείς τους κατηγορούμε. Θυμηθείτε τον απόστολο Παύλο τι λέγει: «Ου δε επλεόνασεν η αμαρτία, υπερεπερίσσευσεν η χάρις». Όταν το θυμάστε αυτό, θα αισθάνεσθε ότι αυτοί είναι πιο άξιοι κι από σας κι από μένα. Τους βλέπομε αδύνατους, αλλά όταν ανοίξουνε στον Θεό, γίνονται πλέον όλο αγάπη κι όλο θείο έρωτα.
Ενώ είχανε συνηθίσει αλλιώς, τη δύναμη της ψυχής τους τη δίδουν μετά όλη στον Χριστό και γίνονται φωτιά από αγάπη Χριστού. Έτσι λειτουργεί το θαύμα του Θεού μέσα σε τέτοιες ψυχές, που λέμε «πεταμένες».

Τετάρτη 1 Ιουλίου 2020

Φώτης Κόντογλου: Αγαλλίαση της ψυχής και της καρδιάς

από Άρδην-Ρήξη

Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.

Το καλοκαίρι του 1954 είναι το πρώτο που περνά ο Κόντογλου ξανά μέσα στο σπίτι του στη συνοικία Κυπριάδου, που είχε αναγκαστεί να το πουλήσει στην Κατοχή και να περιπλανηθεί από εδώ κι από εκεί ώσπου να καταλήξει στην «φάτνη των αυτοκινήτων», στο γκαράζ της οδού Γαβριηλίδου. Αν και ποτέ του δεν παραπονέθηκε γι αυτό – ίσα ίσα που στα κείμενα του ευχαριστεί το Θεό που βρήκε μια στέγη για να βάλει την οικογένειά του- η επιστροφή στο σπίτι του τον γεμίζει με μια ρομαντική διάθεση, που φαίνεται στο κείμενο που ακολουθεί, μαζί όμως και με μια αδιόρατη πίκρα.

Του ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

Το φετινό καλοκαίρι είναι ακατάστατο. Μα και οι λίγες μέρες που είναι καλοκαιρινές γεμίζουνε την ψυχή μας από κάποια αγαλλίαση που δεν την δίνει ποτέ ο χειμώνας. Η πλάση ημερεύει, τ’ άγρια τα βουνά δε φοβερίζουνε πια τον άνθρωπο, ούτε τα θυμωμένα σύννεφα, που στοιβιάζονται βαρειά το χειμώνα και γεμίζουνε τα θόλο του ουρανού. Το φως είναι καθαρό. Το πρωί σηκώνεσαι από τον ύπνο και γελά ο κόσμος του Θεού. Η μέρα είναι έμορφη σαν τον καλόν τον άνθρωπο. Οι αγέρηδες είναι αλαφροί κα χαροποιοί, ακόμη κι ο γέρο Βοριάς είναι τώρα σα παλληκαρόπουλο. Αντί να βγάζει εκείνα τα φοβερά μουγκρίσματα, σφυρίζει γλυκά στα κλαδιά των δέντρων και στα ξάρτια των καραβιών.
Όλα είναι ειρηνεμένα κι αναπαυμένα. Τα ζώα κι οι άνθρωποι ξαπλώνονται στον ίσκιο από κάτω από τα δέντρα ξέγνοιαστοι και κοιμούνται. Άλλοι πάλι κουβεντιάζουνε ως να τους πάρει ο ύπνος. Τη νύχτα τα παράθυρα των σπιτιών είναι ανοιχτά κι ο κόσμος κάθεται ως τα μεσάνυχτα στις βεράντες, στις αυλές, στις ταράτσες. Ακούγονται από παντού φωνές χαρούμενες. Φωνάζουνε και τα ζώα που κοιμούνται έξω στον ανοιχτόν αγέρα, ενώ το χειμώνα δεν ακούγεται τίποτα, γιατί είναι κλεισμένα. Ακούς τα πετεινάρια την αυγή, το γάιδαρο τη νύχτα. Α! Πόσο τις αγαπώ αυτές τις φωνές. Τη μέρα με το λιοπύρι τα τζιτζίκια τραγουδάνε απάνω στα δέντρα, αχολογά ο αγέρας σα να βγαίνει μια πυρκαγιά από φωνές, ενώ φλογίζονται γη κι αγέρας λες και βράζει κανένα λεβέτι. Το βράδυ σα σκοτεινιάσει και συντεφίζει ακόμη ο ουρανός κατά το βασίλεμα και στέκεται σα δροσοσταλίδα ο αποσπερίτης απάνω στο χάος του ουρανού αρχίζει το τραγούδι του ένας μοναχικός μουσικός – ο γρύλος. Ενώ τα τζιτζίκια κάνουνε βουερή την καυτερή μέρα, ο γρύλος με το τρεμουλιαστό τρίξιμό του δεν κόβει την ησυχία της νύχτας, μα κάνει να τη νιώθεις πιο πολύ. Ω γρύλε, βλογημένο μαμούνι, που κρύβεσαι ντροπαλό, που ποτέ δε σε βλέπει μάτι σαν τραγουδάς. Θαρρεί κανείς πως ακούγει μιαν αγγελική φωνή από τον άλλο κόσμο. Μπροστά στο δικό σου το απλό, το λεπτό και μυστηριώδες τρίξιμο είναι, θαρρώ, χοντροειδείς βρόντοι και σαματάδες οι μουσικές που φτιάξανε οι άνθρωποι με την επιστήμη τους και με χίλιων λογιών όργανα.
Σ’ ακούω τη ώρα που κοιτάζω τ’ άστρα που κρέμονται από πάνω μου, τον Ιορδάνη Ποταμό (Γαλαξία), το πολυκάντηλο της Πούλιας, τις Πήχες και τα’ άλλα τα αμέτρητα τα άστρα. Η ματιά μου φτάνει κουρασμένα ως τα βάθη του ουρανού, ως τα φωταράκια που σβήνουνε πια μέσα στον άπατο ωκεανό του παντός και μου φαίνεται σα να φεύγω από τούτον τον κόσμο και να πηγαίνω στον άλλον. Σ’ όλο τούτο το ταξίδι ακούγω το τρεμουλιαστό τραγούδι σου και θαρρώ πως έρχεται από κείνες τις μυστηριώδεις άκρες της αιωνιότητας. Σε λίγο βγαίνει τι φεγγάρι και ρίχνει το υδραργυρένιο το φως απάνω στη γή. Κι εγώ ρίχνω απάνω του την ματιά μου και ταξιδεύω μαζί του. Κι εκεί που ταξιδεύω ακούγω το τραγούδι σου που είναι λεπτό σαν την κλωστή της αράχνης και θαρρώ πως βγαίνει από το μισάνοιχτο στόμα της Σελήνης. Το φεγγάρι που αργοταξιδεύει στον ουρανό κι εσύ που κάνεις τρι τρι χωρίς να κουραστείς, νομίζει κανένας πως μετράτε την αιωνιότητα. Καμιά φορά ακούγεται μαζί σου κι η ξαδέρφη σου η τριξαλίδα, που τραγουδά κι εκείνη σεμνά και ντροπαλά μέσα στην ησυχία της νύχτας. Μα το δικό σου τραγούδι είναι το πιο απαλό χάδι που ρίχνει σε ρεμβασμό την ψυχή μας. Όποιος δεν ξέρει πως είσαι ένα μαμούνι, μια ακρίδα θα ‘λεγε πως είσαι ένα πουλάκι με χρυσά φτερά, ή ένα αγγελάκι.
Σαν ξημερώσει ο Θεός τη μέρα και πυρώσει ο αγέρας από τον ήλιο, πλήθος ζούζουλα πετούμενα και περπατάμενα στο χώμα παρουσιάζονται. Μελίσσια, πεταλούδες λογιών λογιών, μύγες, μπούρμπουλοι, χρυσοβασιλιάδες, βουίζουν γύρω γύρω στα λουλουδισμένα αγιοκλήματα, στις αγριοτριανταφυλλιές, στις ακακίες, στις μουριές, όπου είναι πρασινάδα.
Κατά τα’ απόγεμα παίρνει ο μπάτης δροσερός από το πέλαγος και ζωογονεί την πλάση. Πέρα φαίνονται οι κάβοι γαλανοί. Η θάλασσα γλυκοκυματίζει και σιγοβουίζει. Τα πανιά της βάρκας φουσκώνουνε σαν τα μάγουλα τ’ αθώου του παιδιού κι ισκιώνουνε το βαρκάρη που κάθεται στην πρύμη κα βαστά το τιμόνι. Ίσκιος γλυκός κα μαυρογάλαζος, σα λουλάκι πέφτει μέσα στα δροσερά νερά από τα πανιά κι από τα άλμπουρα. Στις ακροθαλασσιές κολυμπά ο κόσμος. Βάρκες, καΐκια διασταυρώνουνται στ’ ανοιχτά. Τραγούδια ακούγονται σα να βγαίνουνε από τα κύματα. Γλάροι κι άλλα θαλασσοπούλια πετάνε σα να ‘ναι πλεούμενα που ταξιδεύουνε στη ατμόσφαιρα. Η μοσχοβολιά της άρμης φτάνει ως απάνω στα βουνά. Τ’ αγεράκι σφυρίζει γλυκά. Από πάνω από αυτή τη γιορτή της πλάσης ταξιδεύουνε αργά μέσα στον καταγάλανο ουρανό κάτι μικρά άσπρα σύννεφα σαν τουλούπες από μαλακό χνούδι. Περνάνε ψηλά πάνω από τα κεφάλια μας και πάνε χαρούμενα σε καιρό που φανερώνονται άλλα, από πέρα μακριά. Σα μικρές φουσκαλίδες κι έρχονται αργά κατά δώθε.
Όλα αυτά τα βλέπω μεσ’ από το παράθυρο, ξαπλωμένος μακάριος. Δε θέλω ούτε φαγί, ούτε πιοτό. Ο αγέρας με μεθά. Φουσκώνει και ξεφουσκώνει τις ψιλές κουρτίνες, ώρες ώρες τις κλώθει με χάρη σα να χορεύει μαζί τους. Ανεμίζονται ψηλά, σπαρταρούνε με αγαλλίαση κι ύστερα ξαναπέφτουνε απαλά κι ολοένα παίζουνε, φτερουγίζουνε σαν άρμενα, σα σημαίες και πάλι μαζεύονται λες κι είναι ζωντανές. Ω! Οι κουρτίνες που παίζουνε στο παράθυρο είναι από τις πιο δροσερές αναμνήσεις που μας αφήνει το καλοκαίρι. Και στο πιο θλιβερό σπίτι δίνουνε χαρά, σαν το παιχνίδι ενός μικρού παιδιού.

Το έργο λέγεται “Αστέρι Υμηττού”, Υδατόχρωμα σε χαρτί, 18,5 Χ 24 εκ, 1948. Με ιδιόχειρη αφιέρωση στο γαμπρό του Γιάννη Μαρτίνο.


(Άρθρο στην ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ – 27 Ιουνίου 1954)

Επίσης:

Κατ' οίκον...Κυρ' Φώτης, κυρ' Νίκος και Παπάζογλου antivirus!

Άγιοι Ραφαήλ Νικόλαος και Ειρήνη

Ο λόγος του Απόστολου Παύλου για την αγάπη (Κορ. Α΄13, 1-13)

Αλέξανδρος Κοσματόπουλος(Αντϊφωνο)


 
«Εάν μιλώ τις γλώσσες των ανθρώπων και των αγγέλων, και δεν έχω αγάπη, έγινα χαλκός που βγάζει ήχους ή κύμβαλο που αλαλάζει. Και αν έχω χάρισμα προφητείας και γνωρίζω όλα τα μυστήρια και όλη τη γνώση, και αν έχω όλη την πίστη ώστε να μεταθέτω βουνά, και δεν έχω αγάπη, δεν είμαι τίποτα. Και αν μοιράσω σε ελεημοσύνες όλα μου τα υπάρχοντα, και αν παραδώσω το σώμα μου για να καεί, και δεν έχω αγάπη, σε τίποτα δεν ωφελούμαι. Η αγάπη υπομένει τα σφάλματα και τις αδικίες χωρίς οργή, είναι γεμάτη με πραότητα και καλοσύνη, η αγάπη δεν ζηλοφθονεί, η αγάπη δεν καυχιέται, δεν είναι υπερήφανη, δεν ασχημονεί, δεν αποζητά το συμφέρον της, δεν ερεθίζεται, δεν λογαριάζει το κακό, δεν χαίρεται με την αδικία, αλλά συγχαίρει ό,τι είναι αληθινό. Όλα τα ανέχεται, σε όλα δείχνει εμπιστοσύνη, για όλα ελπίζει, τα πάντα υπομένει. Η αγάπη ποτέ δεν θα πάψει να υπάρχει. Οι προφητείες κάποτε θα πάψουν να υπάρχουν, οι γλώσσες θα παύσουν να μιλιούνται, και η γνώση θα καταργηθεί. Γιατί εν μέρει γνωρίζουμε και εν μέρει προφητεύουμε. Όμως όταν έρθει το τέλειο, τότε το μερικό θα καταργηθεί. Όταν ήμουν νήπιο, μιλούσα σαν νήπιο, είχα φρόνημα νηπίου,  σκεφτόμουν σαν νήπιο. Όταν έγινα άνδρας κατάργησα τα του νηπίου. Τώρα βλέπουμε σαν σε καθρέφτη αμυδρά, τότε όμως θα βλέπουμε πρόσωπο προς πρόσωπο. Τώρα γνωρίζω εκ μέρους, αλλά τότε θα έχω πλήρη γνώση, όπως είναι και η γνώση του Θεού για μένα. Αυτά λοιπόν τα τρία μένουν: πίστη, ελπίδα, αγάπη∙ μεγαλύτερη δε αυτών είναι η αγάπη».

Ο λόγος του Παύλου περί της αγάπης έρχεται να σκεπάσει όλες τις διαφορές μεταξύ των μελών της εκκλησίας, να εξομαλύνει όλες τις κοινωνικές ή άλλες ανισότητες, οι οποίες μπροστά στη δύναμή της εξαλείφονται. Είναι η θεϊκή αγάπη που ταιριάζει στα τέκνα του ουρανίου Πατρός, και αυτή η αγάπη δεν ηττάται ποτέ. Όπου υπάρχει ανακαινίζει τα πάντα, και η ζωή των ανθρώπων καθίσταται γόνιμη και γεμάτη νόημα. Η θεία αγάπη υπερβαίνει τη ματαιότητα που διέπει τα ανθρώπινα. Ουδείς μπορεί να προβάλλει ενώπιον αυτής της αγάπης την επιθυμία του ως ύψιστη ανάγκη ή ως ύψιστη αξία, οποιοδήποτε περιεχόμενο κι αν δίνει στην επιθυμία απ’ την οποία κατέχεται. Η αγάπη, όπως διατυπώνεται από τον Παύλο, είναι πολύ πιο προσωπική από την φιλανθρωπία και πολύ πιο ευρεία από μια συναισθηματική έλξη. Εδώ ολόκληρος ο εαυτός, ατεμάχιστος, δίνεται και πάσχει. Μια διάχυση του «εγώ» που δεν γνωρίζει φραγμό, μήτε μπορεί να οριοθετηθεί. Και τούτο χωρίς να χάνεται η αίσθηση που διακρίνει τον έναν άνθρωπο από τον άλλον. Το πραγματικό υποκείμενο, σε έναν κόσμο όπου οι εκφάνσεις της ζωής μέσω της εικόνας και της πληροφορίας έχουν αντικειμενοποιηθεί, αγαπά τους πάντες και παραμένει αποσπασμένος απ’ όλους. Είναι αδύνατον να καταλάβουμε σε ποια βάθη συντελείται η μεταμόρφωση του ανθρώπου. Στα πέρατα του εαυτού μας δεν υπάρχουν κανόνες, δεν υπάρχουν στηρίγματα, δεν υπάρχουν βοήθειες και συνταγές σωτηρίας. «Περνάς από τη σκότωση για να αλλάξεις πολιτεία», λέγει ο αββάς Ισαάκ ο Σύρος.

Η βία του κόσμου, δίχως το έσοπτρον του πνεύματος, είναι αδύνατο να φανερώσει το σκοτεινό της πρόσωπο και την καταγωγή της. Για να ανατραπούν τα είδωλα χρειάζεται κρυστάλλινη καθαρότητα που τίποτα να μη την σκιάζει, για να πεις αινιγματικά: Εν μέρει γνωρίζομεν και εν μέρει προφητεύομεν. Μπροστά στο ξερίζωμα κάθε ανθρώπινης διάστασης, στη βοή και στο σάλεμα των θεμελίων, μένει κανείς αποσβολωμένος και ακούει αυτό που άκουσε ο προφήτης από το στόμα του Θεού: «Θα σαλέψω γη και ουρανό για να μείνει αυτό που δεν σαλεύεται».

Η αγάπη υπερβαίνει τα θαύματα, τις προφητείες, τη γνώση, την πίστη, τις γλώσσες ανθρώπων και αγγέλων. Ο ύμνος του Παύλου για την αγάπη δίνει περιεχόμενο στη ρήση του Ιωάννη του ευαγγελιστή, Ο Θεός αγάπη εστίν (Α΄ Επιστ. 4, 8). Στεφανώνει ολόκληρη τη διδασκαλία του αποστόλου, καθώς προσφέρει λύσεις από μόνη της σε όλα όσα απασχολούν τον άνθρωπο, όχι μόνο στην εποχή του Παύλου, αλλά σε όλες τις εποχές. Η αγάπη δεν προσκρούει σε κανένα εμπόδιο, και τίποτε δεν μπορεί να την καταβάλει, διότι χωρά τα πάντα και ανέχεται τα πάντα, χωρίς να εκμηδενίζεται. Χωράει τον άνθρωπο με όλη την φαυλότητα και την αδυναμία του. Η ελευθερία τούτης της αγάπης δεν έχει όρια. Αγάπη σημαίνει ελευθερία. Ελευθερία απέναντι στο κακό, διότι δεν το λογαριάζει. Ελευθερία απέναντι στο φθόνο και στο μίσος, γιατί δεν αγγίζεται απ’ αυτά. Ελευθερία απέναντι στην εξουσία της ισχύος, γιατί δεν προσβάλλεται, μήτε εξουσιάζεται, μήτε ποδηγετείται από καμιά εξουσία. Γιατί υπερβαίνει την τραγικότητα της ύπαρξης παραμένοντας πλήρης και αλώβητη. Η αγάπη είναι η μεγαλύτερη δύναμη που υπάρχει στον κόσμο, γιατί απηχεί την αιωνιότητα. Η δύναμη που νικά είναι η δύναμη της συμπάσχουσας αγάπης, και είναι μια νίκη που δεν αναιρεί αλλά ολοκληρώνει την ανθρώπινη ελευθερία.

Ποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι συμμετέχει σ’ αυτή την αγάπη;

Η συμμετοχή του ανθρώπου σε τούτη την αγάπη, στον αγώνα που κάνει για να μετέχει σ’ αυτήν, αποτελεί και το μέτρο της κατά Χριστόν ζωής. Για να αποκαθάρουμε την καρδιά μας από τον κυκεώνα των επιθυμιών και των παθών που οι επιθυμίες συνδαυλίζουν, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε άλλο απ’ το να προσπαθούμε να παραμείνουμε στην προσευχή που συμβάλλει στην γέννηση της αγάπης εντός μας. Μένοντας στην προσπάθεια της προσευχής, υπερβαίνοντας τη ματαιότητα της καθημερινής ζωής που δεν οδηγεί παρά σε συγκρούσεις και διαψεύσεις, απωθώντας τις ευτελείς σκέψεις και τις μάταιες μέριμνες, εμπνευσμένοι από μια νέα ελπίδα, φτάνουμε στο σημείο να αποτελεί η αγάπη τη θεμελιώδη επιθυμία της καρδιάς μας. Τότε καταλαβαίνουμε ότι η πνευματική εξουσία έγκειται στην κένωση του εαυτού, ώστε να φανερωθεί ο καινός εαυτός, ο προορισμένος να διαιωνίσει την αγάπη του Θεού προς τα πλάσματά του. O Θεός είναι αγάπη, και η θεία αγάπη είναι αμετάβλητη και ανεξάντλητη. Η αγάπη του Θεού βρίσκεται παντού και αγκαλιάζει τα πάντα.

«Ο Θεός διά τον πόθον της κτίσεως παρέδωκε τον Υιόν αυτού εις θάνατον διά Σταυρού…, ουχ’ ότι ουκ ηδύνατο εν άλλω πράγματι λυτρώσασθαι ημάς, αλλά την αγάπην αυτού την υπερβάλλουσαν εν τούτω μάλιστα ευρέθη διδάσκων ημάς, και εν τω θανάτω του μονογενούς Υιού αυτού προσήγγισεν ημάς προς εαυτόν. Και ει είχεν τιμιώτερον αυτού, έδωκεν άν ημίν, όπως εν αυτώ ευρεθή το γένος ημών. και διά την αγάπην αυτού την πολλήν ουκ ηυδόκησε την ελευθερίαν ημών βιάσασθαι, καν δυνατός η ποιήσαι, αλλ’ ίνα τη αγάπη του φρονήματος ημών πλησιάσωμεν αυτώ».* (Ο Θεός από ένθερμη αγάπη για την κτίση παρέδωσε τον Υιό του στο θάνατο επάνω στο σταυρό…, και τούτο όχι γιατί δεν μπορούσε να μας λυτρώσει με κάποιον άλλο τρόπο, αλλά για να γίνει δάσκαλός μας η ασύγκριτη αγάπη του. Και με τον θάνατο του μονογενούς του Υιού μάς έφερε κοντά του. Αν είχε μάλιστα κάτι πιο πολύτιμο, θα μας το είχε προσφέρει, ώστε το γένος μας να γίνει δικό του. Και από την πολλή αγάπη του δεν θέλησε να βιάσει την ελευθερία μας, αν και θα μπορούσε να το κάνει, αλλά για να τον πλησιάσουμε με την αγάπη που θα γεννιόταν απ’ το δικό μας φρόνημα).

Η αγάπη δεν επιβάλλεται, μήτε διδάσκεται. Αγάπη στανική δεν υπάρχει. Η αγάπη εμπνέει με το παράδειγμά της, όπως έκανε ο Χριστός με την ενανθρώπησή του, και έδωσε το παράδειγμα υπέρβασης της πεπτωκυίας φύσεώς μας. Από την σύλληψή του στην γαστέρα της Αειπαρθένου Μαρίας, μέχρι την Ανάληψή του, μας παραδειγματίζει για να αφήσουμε πίσω τον παλαιό εαυτό μας και να γίνουμε Υιοί Φωτός.

Προδημοσίευση από το βιβλίο «Λύτρον λύπης, Ο Απόστολος Παύλος και οι Επιστολές του», του Αλέξανδρου Κοσματόπουλου, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αθανάσιος Αλτιντζής. Το εξώφυλλο του βιβλίου κοσμεί έργο της εικαστικού Όλγας Σταυρίδου.

* Αββά Ισαάκ του Σύρου, Λόγοι Ασκητικοί, Λόγος ΞΒ΄, εκδ. Μαρκ. Πιράρ, Ι.Μ.Ιβήρων.

Η μετάνοια δεν είναι ενοχή....



Οποιαδήποτε μορφή μετάνοιας που έχει μέσα της ενοχή και απόγνωση, δεν είναι κατά Θεό. Η μετάνοια που κινείται από το Πνεύμα του Θεού έχει επίγνωση της καταστάσεως στην οποία βρισκόμαστε αλλά δεν οδηγεί στην απογοήτευση. Διότι το ίδιο Πνεύμα που σε οδηγεί στην μετάνοια το ίδιο σου αποκαλύπτει ότι ο Θεός σε αγαπάει πολύ. Ότι καμία αμαρτία δεν μπορεί να είναι τόσο μεγάλη ώστε να επισκιάσει το αμέτρητο έλεος του Θεού.
Οπότε ο Θεός δεν έχει ανάγκη από την απογοήτευση ή το αυτομαστίγωμα του εαυτού σου ώστε να φανερώσει το έλεος Του. Δεν τον συγκινεί εάν βρίζεις και κακολογείς τον εαυτό σου. Γνωρίζει καλά ότι αυτά τα κάνει ο πληγωμένος εγωισμός σου και όχι η αληθινή διάθεση για αλλαγή και μεταμόρφωση. Απλά δεν αντέχεις να βλέπεις την βιτρίνα σου σπασμένη και την εικόνα σου κουρελιασμένη. Αυτό σε κάνει να κλαις και να χτυπιέσαι. Ποιο δηλαδή; Ότι δεν είσαι αυτό που πίστευες και φαντασιωνόσουν.
Ας ακούσουμε τον Άγιο Ιωάννη της Κλίμακος που μας λέει ότι «τίποτε δεν υπάρχει ίσο ή ανώτερο από του οικτιρμούς του Θεού. Γι’ αυτό όποιος απελπίζεται σφάζει ο ίδιος τον εαυτό του…».
Τι σημαίνει αυτό; Ότι εμείς οι ίδιοι τυραννάμε τον εαυτό μας. Εμείς τον γεμίζουμε άγχος, ενοχές και πανικό. Βέβαια αυτήν την εικόνα περί Θεού δυνάστη και τιμωρού, φρόντισαν να την κτίσουν στην συνείδηση μας κάποιοι άνθρωποι της θρησκείας, που είχαν όφελος να είμαστε φοβισμένοι και ενοχοποιημένοι ώστε να μας ελέγχουν. Ας σκεφτεί ο καθένας μόνος του ποιοι και γιατί μας θέλουν έτσι. Σίγουρα αυτός δεν είναι ο Θεός.
Διότι ο Θεός μας έχει συγχωρήσει, δηλαδή μας έχει χωρέσει στο Αναστημένο σώμα Του προ των αιώνων, "καθὼς καὶ ἐξελέξατο ἡμᾶς ἐν αὐτῷ πρὸ καταβολῆς κόσμου.."*. Πριν έρθουμε στην ζωή είμαστε συγχωρεμένοι και σωσμένοι από τον Χριστό. Τι μένει λοιπόν σε εμάς; Να αποδεχθούμε αυτό το δώρο του Θεού. Να ζούμε με ευχαριστία και δοξολογία την κάθε μας στιγμή. Να φανερώνουμε με τις σκέψεις, τις αποφάσεις και επιλογές μας, με τον όλο βίο μας, ότι πιστεύουμε στον Χριστό που ήρθε στο κόσμο και Αναστήθηκε από τους νεκρούς. Μονάχα έτσι όταν έρθει ο θάνατος θα βρει μόνο τα κόκαλα μας αφού τα όνειρα μας θα τα έχουμε ζήσει. Άλλωστε αιωνιότητα σημαίνει να ζεις στα όνειρα του Θεού, στην προαιώνια σκέψη και βούληση Του.
*Εφεσίους 1.4

Οι άγιοι Ανάργυροι (επικεφαλής μιας άτυπης ΜΚΟ) & τι θέλουμε οι γονείς για τα παιδιά μας...

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
ΒΗΜΑΤΑ



Οι άγιοι Ανάργυροι είναι ένα ζεύγος αγίων που συγκινούν ιδιαίτερα τον λαό μας. Η από κοινού πίστη στον Χριστό, η φιλία που τους συνέδεε, η επισταμένη γνώση της ιατρικής επιστήμης, η ευλογία να την συνδυάζουν με την θαυματουργική παρέμβαση τόσο στο σώμα όσο και στην ψυχή των ασθενούντων, κυρίως όμως η συνειδητή απόφασή τους να μην παίρνουν χρήματα για όποια θεραπεία έκαναν, αλλά να δείχνουν με την ανιδιοτελή αγάπη τι σημαίνει ο Χριστός, καθιστούν τους αγίους αυτούς ξεχωριστούς στην ιστορία της ανθρωπότητας.

Ήταν ακτιβιστές με την σύγχρονη σημασία του όρου; Άνθρωποι δηλαδή που συμμετέχουν σε δράσεις υπέρ του πλησίον, του περιβάλλοντος, της κοινωνίας, με σκοπό έναν καλύτερο κόσμο, με λιγότερη αδικία, λιγότερο πόνο και λιγότερη φτώχεια, επικεφαλής μιας άτυπης ΜΚΟ της τότε εποχής, που αποσκοπούσε στο να ευαισθητοποιήσει και να οργανώσει την φιλανθρωπία, ώστε οι μη προνομιούχοι άνθρωποι να ανακουφίζονται; Τι τους οδήγησε να φερθούν κατ’ αυτόν τον τρόπο;

Όποιος μελετήσει την ζωή των αγίων Αναργύρων, τόσο αυτών που γιορτάζουν την 1η Ιουλίου όσο και αυτών που γιορτάζουν την 1η Νοεμβρίου, αλλά και άλλων ιατρών που ξεχώρισαν την περίοδο των διωγμών κατά των χριστιανών (όπως οι Ανάργυροι Κύρος και Ιωάννης, Παντελεήμων και Ερμόλαος, Μώκιος και Ανίκητος, Σαμψών και Διομήδης, Θαλέλαιος και Τρύφων) θα διαπιστώσει ότι ουδείς εξ αυτών φιλοδόξησε να κάνει έναν κόσμο καλύτερο, λιγότερο άδικο, ουδείς δημιούργησε υποδομές ώστε οι φτωχοί να έχουν ιατρική περίθαλψη. 

Αυτά ήταν έργα της πολιτείας και εκείνη έπρεπε να μεριμνήσει. Οι άγιοι όμως είχαν ως όπλο το χάρισμά τους, το οποίο κοπίασαν να το καλλιεργήσουν με την κατά κόσμο γνώση, σπουδάζοντας την ιατρική επιστήμη στις λεπτομέρειές της και γενόμενοι άριστοι επιστήμονες. Δεν έμειναν όμως μόνο σ’ αυτό. Το ενέταξαν στην απόφασή τους ο όλος άνθρωπος να ωφεληθεί από την γνώση σε συνδυασμό με την πίστη. Δεν υποσχέθηκαν αφθαρσία στους ασθενείς που τους πλησίαζαν. Ανακούφισαν, παρατείνοντας την ζωή και την ποιότητά της, όπως κάνει η υγεία, αλλά τους έδειξαν ταυτόχρονα ότι το νόημα της ύπαρξης δεν καταλήγει στον θάνατο, αλλά αποκτά περιεχόμενο αιωνιότητας διά της πίστης στον Χριστό, όταν ο άνθρωπος ενστερνίζεται την αγάπη και την ανάσταση.

Δεν ήθελαν να πάρουν χρήματα. Δεν ήταν σκοπός τους η ευμάρεια και το ευ ζην. Δεν έκαναν οικογένειες για να έχουν τις ωραίες μέριμνες, που όμως, σχεδόν πάντα, δεσμεύουν την ελευθερία του ανθρώπου. Τα λίγα που είχαν -ή και η ελεημοσύνη των χριστιανών- τους έφταναν για να ζήσουν. Σκοπός τους ήταν να μιλήσουν για τον Χριστό και να Τον δείξουν στον κόσμο. Και Εκείνος προσέθετε στην γνώση την δύναμη του θαύματος. Έκανε τον κόσμο να αισθάνεται ότι ο συνδυασμός πίστης και επιστήμης, άνωθεν και επίγειας σοφίας, ανακουφίζει όχι μόνο σωματικά, αλλά, κυρίως, υπαρξιακά τον άνθρωπο. Και οι Ανάργυροι, αφού έλαβαν δωρεάν την χάρη, δωρεάν την έδωσαν, δείχνοντας την ευγνωμοσύνη προς τον Δωρεοδότη, αν και σχεδόν όλοι εισέπραξαν από την εξουσία των καιρών και τους «συναδέλφους» τους οργή, μίσος και θάνατο.

Οι γονείς θέλουμε τα παιδιά μας να σπουδάσουν, να γίνουν ανεξάρτητα οικονομικά, να αποκτήσουν την ευμάρεια. Λησμονούμε όμως ότι η αγάπη όχι μόνο καλύπτει πλήθος αμαρτιών, αλλά και δίνει νόημα αιωνιότητας, βοηθώντας στην υπέρβαση του χρόνου και της φθοράς του. Τα πάντα Χριστός! Να ένα παράδειγμα αληθινής σπουδής!

Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια» 
στο φύλλο της Τετάρτης 1ης Ιουλίου 2020