ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ

Παρασκευή 26 Ιουνίου 2020

Μόνη της η οργή δεν έχει δύναμη, αν δεν υπάρχει κάποιος άλλος να την τρέφει.


Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου

Αν δεις ότι κάποιος αγριεύει, τότε να υποχωρείς περισσότερο. Γιατί όταν ο άνθρωπος βρίσκεται σε αυτήν την κατάσταση της μανίας, χρειάζεται και περισσότερη παρηγοριά. Όσο χειρότερα φέρεται, τόσο μεγαλύτερη καλοσύνη θέλει.
 Η υποχωρητικότητα απέναντι σε κάποιον που έχει θυμό είναι απαραίτητη, όσο είναι και απέναντι σε κάποιον που έχει υψηλό πυρετό. Όταν είναι αγριεμένο το θηρίο, τότε το αποφεύγουμε όλοι. Έτσι κι αυτόν που οργίζεται.
 Δε βλέπεις τι κάνουν οι ναύτες; Όταν πιάσει δυνατός άνεμος, κατεβάζουν τα πανιά για να μη βουλιάξει το σκάφος.
Κι ο αναβάτης, όταν τον παρασύρουν τα άλογα, δεν τραβάει τα χαλινάρια αλλά τα χαλαρώνει, για να μην εξουδετερώσει τη δύναμή του με μια δική του κίνηση. Αυτό να κάνεις και συ.
Είναι φωτιά ο θυμός, είναι φλόγα δυνατή που χρειάζεται καύσιμη ύλη. Μη δώσεις τροφή στη φωτιά και γρήγορα θα σβήσεις το κακό. Μόνη της η οργή δεν έχει δύναμη, αν δεν υπάρχει κάποιος άλλος να την τρέφει.

Ο Όσιος Δαβίδ από τη Θεσσαλονίκη

Από Νεκρό για το κόσμο

Ο Όσιος Δαβίδ ο εν Θεσσαλονίκη τιμάται στις 26 Ιουνίου.

Εισαγωγή (από αέναη επΑνάσταση

«Οι δενδρίται, οι του ξύλου της ζωής εκρέμοντες,
οι ανθούντες εν αρεταίς, οι καλοί καρποί του πνεύματος».

Οι Μοναχοί και οι ασκητές της Ορθοδοξίας διαβιούσαν και διαβιούν, ως γνωστόν, σε μοναστήρια, σκήτες και καλύβες, που βρίσκονται σε τοποθεσίες ιδιαίτερου φυσικού κάλλους. Αρκετοί απ’ αυτούς παλαιότερα, στα χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, οι λεγόμενοι Δενδρίτες όσιοι, έστηναν τις καλύβες τους επάνω σε δέντρα κι εκεί ασκήτευαν επί αρκετά χρόνια, προσευχόμενοι αδιάκοπα στο Θεό και διδάσκοντας τον πιστό λαό της περιοχής.
Ο σημαντικότερος απ’ τους εν λόγω δενδρίτες ασκητές ήταν ο όσιος Δαβίδ ο εν Θεσσαλονίκη, που έζησε στην εποχή του Ιουστινιανού (5ος - 6ος αιών). Ο όσιος αυτός ασκήτεψε επί τρία χρόνια επάνω σε ένα δένδρο αμυγδαλιάς, στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης. Ο Συναξαριστής αναφέρει τα εξής για τη θαυμαστή ζωή και δράση του:
«Ο όσιος Δαβίδ ήταν από τη Θεσσαλονίκη και έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Ιουστινιανού (527 - 565).Η ζωή του ήταν μια συνεχής φιλανθρωπία και εργασία για την πίστη του Χριστού. .Όταν ήλθε η κατάλληλη ώρα, ο Δαβίδ μοίρασε τα υπάρχοντά του στους φτωχούς και έγινε αναχωρητής. Για τρία ολόκληρα χρόνια κατοικούσε επάνω σ’ ένα δένδρο αμυγδαλιάς. εκεί, με τα λιοπύρια του καλοκαιριού και τις παγωνιές του χειμώνα, δουλαγωγούσε το σώμα του με άσκηση στην εγκράτεια και με προσευχή, απαγγέλλοντας τους παρακάτω στίχους του προφητάνακτος ομωνύμου του Δαβίδ:

«Ωμοιώθην πελεκάνι ερημικώ, εγενήθην ωσεί νυκτικόραξ εν οικοπέδω, ηγρύπνησα και εγενόμην ως στρουθίον μονάζον επί δώματος». (Δηλαδή: Έγινα όμοιος με πελεκάνο, που περνά τις μέρες του στην έρημο. Κατάντησα σαν κλαυσοπούλι που κράζει κλαψιάρικα τη νύκτα σε ερειπωμένο σπίτι. Παρέμεινα άυπνος και έγινα σαν στρουθίο που έχασε το σύντροφό του και μένει μόνο στο ύψος της στέγης).

Πράγματι, ο όσιος Δαβίδ με την αυστηρή άσκηση κατάφερε να υποτάξει σε μεγάλο βαθμό τα πάθη της σάρκας και να γίνει ένας ένσαρκος άγγελος, γι’ αυτό και οι Θεσσαλονικείς τον επέλεξαν και τον έστειλαν ως αντιπρόσωπό τους στον αυτοκράτορα Ιουστινιανό, για να ζητήσει έναν άξιο Έπαρχο για την πόλη τους. Ο όσιος Δαβίδ, κατά την επιστροφή του απ’ την Κωνσταντινούπολη στη Θεσσαλονίκη, παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο, επάνω στο πλοίο που τον μετέφερε. Ήταν το έτος 540 μ.Χ.».

περισσότερα εδώ


Σάββατο 20 Ιουνίου 2020

Ἔρωτα ἀνίκητε στόν πόλεμο, πού κάνεις χτῆμα σου ὅπου πέσεις

από Aντίφωνο

 Βασιλική Τσουκάτου-Κορωναίου -20 Ιουνίου 2020


Αν αγαπάμε – ή τουλάχιστον παλεύουμε να αγαπάμε – Εκείνον που Πρώτος μας αγάπησε, δεν υπάρχει πιο ακατανόητη εντολή από την ατομική λατρεία. Λατρεία με προσομοίωση. Τέτοιες κουβέντες, τέτοιες οδηγίες εκστομίζονται και συντάσσονται από ανθρώπους που δεν ξέρουν τι θα πει Έρωτας. Όχι που δεν πήγαν ποτέ στην Εκκλησία ή που αντιμάχονται την πίστη, αλλά που δεν κοκκίνησαν και δεν ανατρίχιασαν ποτέ τους ακούγοντας το κείμενο της Αντιγόνης: « Ἔρως ἀνίκατε μάχαν, Ἔρως, ὃς ἐν κτήνεσι πίπτεις…».
Μα δεν είναι αγάπη να αυτοπεριοριστούμε για χάρη, αν όχι δική μας, τουλάχιστον εκείνων που κινδυνεύουν περισσότερο; Βέβαια. Τη ζήσαμε αυτήν την αγάπη, αν και δεν την αξίζαμε, μας την επέτρεψε ο Θεός. Είναι σαν την αγάπη της γυναίκας του καπετάνιου, που με ξεριζωμένη την καρδιά τον αποχαιρετά στο λιμάνι, χωρίς να ξέρει αν θα τον αντικρίσει πάλι. Έχει όμως γέροντες γονείς που πρέπει να γηροκομήσει, έχει παιδιά που πρέπει να φροντίσει… και δεν μπορεί να ακολουθήσει την αγάπη της, αν και έχει το δικαίωμα σαν καπετάνισσα που είναι. Από αγάπη, αφήνει την αγάπη.
Μα το ένα σώμα κι η μια ψυχή του ζευγαριού δεν αντικαθίστανται από ένα γράμμα, από ένα τηλεφώνημα, από μια βιντεοκλήση. Απλά κατασιγάζεται λίγο ο πόνος του χωρισμού και φουντώνει ο πόθος της επανασύνδεσης. Το καταλάβαμε κι αυτό στα τρίσβαθά μας τούτο το Πάσχα. Ευχαριστούμε. Αλλά μη μας λέτε πια αυτή τη νεκρικά παγωμένη φράση. Ατομική λατρεία. Ατομική ζωή. Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα στην αγάπη. Γιατί ο ανίκητος στον πόλεμο Έρωτας του Πρώτου, που προ αιώνων Ερωτεύτηκε, έπεσε πάνω μας, σε μας τους κρύους, τους χλιαρούς, τους αδιάφορους και μας έκανε χτήμα Του και μας κατατρέχει, γλυκά και βασανιστικά μαζί. Και μας ένωσε μεταξύ μας σε ένα Σώμα, που θεραπεύεται στις αναρίθμητες και πολυποίκιλες πληγές των μελών Του, κάθε φορά που το Ζωοποιό Αίμα του Αγαπημένου τρέχει και πάλι στις φλέβες μας. Θέλετε να μας πείτε «Αντέξτε λίγο ακόμα μακριά, πεινάστε κι άλλο, παρηγορηθείτε κάπως με οθόνες και ραδιόφωνα, κλάψτε που είστε χωρισμένοι»; Πείτε το. Θα πάρουμε και θάρρος ότι – ελάχιστα – θα μοιάσουμε στους τέλεια ερωτευμένους Ασκητές και Μάρτυρες και θα σκύψουμε το κεφάλι. Μα μη μας μιλάτε άδεια και κούφια.
Και αν υπάρχει στο μυαλό σας μια άριστα σχεδιασμένη εικόνα ενός ανύπαρκτου πλατωνικού έρωτα, μπορείτε να τον κρατήσετε, αν θέλετε, για λογαριασμό δικό σας, καθώς και των ψυχοθεραπευτών που θα χρειαστείτε. Γιατί ο άνθρωπος ερωτεύεται ολόκληρος. Άρρωστος, ανάπηρος και γέρος αν καταντήσει, θα ακουμπά έστω τρυφερά το χέρι, την πλάτη, το κεφάλι του έρωτά του. Κι αν τον χάσει, θα φιλά τον λευκό σταυρό του στο μνήμα, θα χαϊδεύει τη φωτογραφία του, θα τρώει τα κόλλυβά του. Θα ξαπλώνει στο μισοάδειο κρεβάτι και θα απλώνει το κορμί του στην πλευρά που κάποτε γέμιζε από τον αγαπημένο. Το σώμα του θα συμμετέχει, αλλιώς θα είναι λειψός. Στην Αντιγόνη ο τάφος δεν μπόρεσε να χωρίσει τους ερωτευμένους. Στην Εκκλησία ο Τάφος ένωσε όλους τους ερωτευμένους μια για πάντα.
Αυτό το Αναστημένο Σώμα, που γίνεται η τροφή εκείνων που αγαπήθηκαν και μαθαίνουν να αγαπούν, πώς να το μετρήσετε με ιατρικές ειδικότητες που τελευταίο τους σκαλί έχουν τον ιατροδικαστή; Μέχρι τον θάνατο φτάνει ο γιατρός. Ενώ ο Έρωτας του Αναστημένου διαβαίνει αυτό το κατώφλι. Ποιος από μας τους αμαρτωλούς θαρρείτε δεν φοβάται να πεθάνει; Αυτός που νίκησε τον θάνατο είναι ο Νικητής του φόβου μας, Αυτός που δε δίστασε να πεθάνει αχρείαστα, ξεπλήρωσε το χρέος μας. Πώς να μείνεις μακριά από Αυτόν τον Αγαπημένο; Μπορεί ένα τέτοιο Σώμα με τέτοιο Αίμα στις φλέβες Του να φέρει τίποτε άλλο εκτός από Ζωή; Ζωή πριν και μετά το κατώφλι, που αγωνίζεστε με αίσθηση καθήκοντος προς τον συνάνθρωπο να μας καθυστερήσετε να διαβούμε. Καλά κάνετε. Ευχαριστούμε.
Αλλά σε αυτόν τον τόπο που οι άνθρωποι ονειρεύτηκαν, πριν την Ανάσταση ακόμα, τούτον τον Έρωτα και του τραγούδησαν πως «δε σου ξεφεύγει εσένα ούτε θεός, ούτε κανείς απ᾽ τους λιγόζωους ανθρώπους», θα πρέπει να βρείτε άλλες φράσεις, άλλες λέξεις. Για να κοινωνήσετε μαζί μας έστω στα λόγια.
Και μακάρι όλοι μαζί να Κοινωνήσουμε σύντομα.

Το άρθρο περιλαμβάνεται στο αφιέρωμα «Θεία Κοινωνία», του τρέχοντος τεύχους (αρ. 326, Ιούνιος 2020) του περιοδικού “Πειραϊκή Εκκλησία”.
Στην εικαστική πλαισίωση της σελίδας, ζωγραφική του, σέρβου, Nicolas Sarić.

Γιατί άφησα τα new age και έγινα ξανά Χριστιανή Ορθόδοξη


επίσης, δύο σύνδεσμοι για το ίδιο βίντεο, με περισσότερα άρθρα επί του θέματος  εδώ και εδώ






Σήμερα δικό μου, αύριο δικο σου, και ποτέ κανενός

Η εικόνα ίσως περιέχει: υπαίθριες δραστηριότητες


Σήμερα δικό μου
Αύριο δικο σου
Και ποτέ κανενός!
Επιγραφή σε είσοδο σπιτιού στην Πάτμο 1886

Η φράση «σήμερον εμού, αύριο ετέρου και ουδέποτε τινός», που θέλει να πει «σήμερα δικό μου, αύριο κάποιου άλλου και ποτέ του ίδιου» κοσμεί το γείσο πολλών παλιών ελληνικών σπιτιών, για να μας θυμίζει τη ματαιότητα της κτητικότητας και τον πόνο που φορτώνουμε άδικα στην ψυχή μας. 

Στο Γεροντικό συναντάμε τη φράση των ασκητών για το κελί τους
"Κελλίον σήμερον εμού
Αύριον ετέρου
Ουδέποτε τινός".

Δημιουργώ όταν καταστρέφω!

από ΝΕΚΡΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ
(όπου και συμπληρώματα)



Μια βόλτα στους δρόμους είναι συνήθως η λύση σε μια δύσκολη και αγχωτική μέρα· όχι όμως στην πόλη της Αθήνας. Η πρωτεύουσα θα σε προβληματίσει και θα σε βάλει σε βαθιά σκέψη. Ημέρα Παρασκευή και εγώ γυρνάω από τη σχολή κάνοντας μια μεγάλη παράκαμψη, για να μεγαλώσει η βόλτα μου. Άλλωστε, όπως φαίνεται, θα αργήσω να ξαναπάω σχολή! Το βλέμμα μου πέφτει σε έναν τοίχο μουτζουρωμένο με ένα σύνθημα… καταστροφικό: «Δημιουργώ όταν καταστρέφω!». 

Δε μπορούσα να σκεφτώ τίποτα πιο αληθινό από αυτό μα συνάμα και τίποτα πιο ψεύτικο. Η σκέψη μου μπερδεύτηκε και η βόλτα μου έγινε ακόμα πιο μεγάλη. Μαζί με αυτήν τη φράση έρχονταν και τα λόγια που κάπου αλλού έτυχε να διαβάσω: «Η καταστροφή είναι δημιουργία, όταν έχεις ετοιμάσει τι θα φτιάξεις μετά». Αυτές οι φράσεις κρύβουν πολλή σκέψη μέσα τους και αντανακλούν πολλές πτυχές της ζωής του ανθρώπου, από τους κοινωνικούς ρόλους που αναλαμβάνει και τις πολιτικές πεποιθήσεις του μέχρι την πνευματική ζωή και τη μετάνοια, την πορεία στον δρόμο του Θεού.

Αλήθεια, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, και τα δύο αυτά είναι κατεξοχήν συνθήματα για τον άνθρωπο που θέλει να ζήσει πνευματική ζωή… Ο Ορθόδοξος Χριστιανός έχει ως πρότυπό του τον Χριστό και κατ’ επέκταση τους αγίους, μορφές επαναστατικές και, αν μη τι άλλο, (κατά κόσμον) αναρχικές! Πήγαν κόντρα στο πνεύμα της εποχής τους, κόντρα στις εντολές των κοσμικών αρχόντων και κόντρα στην προσκόλληση στην ύλη που κατά κύριο λόγο αλλοτριώνει τον πνευματικό άνθρωπο.

Η επανάστασή τους δεν ήταν ταξική ή ιδεολογική, αλλά εσωτερική, γεγονός που επέφερε την πιο δημιουργική καταστροφή: καταστροφή του εγωισμού, γκρέμισμα της μεγάλης ιδέας που μπορεί να είχαν για τον εαυτό τους και, τελικά, σταύρωση του έκπτωτου ανθρώπου μαζί με τα πάθη του· αυτά τα πάθη σήκωσε ο Κύριος πάνω στον σταυρό. Ο Χριστός, με το σχέδιο της Πρόνοιας του φιλάνθρωπου Θεού, ήξερε τι θα δημιουργήσει μετά την «καταστροφή», δηλαδή τη σταύρωση: την αιώνια Βασιλεία Του! Γι’ αυτό άλλωστε και η σταύρωση δεν αποτελεί μέρος καταστροφής αλλά… δημιουργίας!

Η περίοδος που διανύουμε είναι η κατεξοχήν ευκαιρία, για να πραγματωθεί αυτή η φράση. Η Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή μας καλεί να γίνουμε επαναστάτες· ναι! καταστροφείς του παλιού μας εαυτού. Να ρίξουμε τα τείχη των παθών, να αποξενωθούμε από τον παλιό μας εαυτό που συνήθισε και σέρνεται στην αμαρτία. Αυτή η επανάσταση, όπως και όλες οι άλλες, θα φέρει αντιδράσεις και χλευασμό από τον πολύ κόσμο· όμως δεν θα αργήσει η λύτρωση. Ο Χριστός θα δει τα συντρίμμια της ψυχής μας, τα μουτζουρωμένα από τις αμαρτίες ντουβάρια της καρδιάς μας, αλλά θα δει (μακάρι) και την μετάνοιά μας, την αντίδρασή μας, την καταστροφή του παλιού ανθρώπου της αμαρτίας και τότε… θα μας αρπάξει! Θα μας αρπάξει, όπως άρπαξε τον Αδάμ, και θα μας οδηγήσει στη Δημιουργία, την αιώνια Βασιλεία, εκεί που ανήκουμε.

Με αυτές τις σκέψεις φτάνω επιτέλους σπίτι, ελπίζοντας να ξεκινήσω φέτος την καλή καταστροφή και όχι την κακή· όχι αυτή που θέλει ο κόσμος με βία, ψευτο-ιδεολογίες και διαγγέλματα στις πλατείες· όχι! Ταπεινά και ευλαβικά, όπως ο Τελώνης ή, όπως λέει ο ποιητής: «Μέσα στη θλίψη της απέραντης μετριότητας που μας πνίγει από παντού, παρηγοριέμαι ότι κάπου, σε κάποιο καμαράκι, κάποιοι πεισματάρηδες αγωνίζονται να εξουδετερώσουν τη φθορά […]». Καλό αγώνα στα καμαράκια μας, λοιπόν, αφού η κυκλοφορία περιορίστηκε και οι εκκλησίες έκλεισαν.
Καλή Ανάσταση!

Π. Σ. Γ.
φοιτητής Ιστορικού & Αρχαιολογικού ΕΚΠΑ

Τετάρτη 17 Ιουνίου 2020

Ἀγαπάω(Nίκος Καββαδίας), οι προσευχές των ναυτικών και τα ζωντανά βιβλία


Ελ Κονέχο(Ο Κούνελος)

(Διήγημα του Μανώλη Φύσσα, από τα ΄ζωντανά βιβλία')

Ήταν παραμονές Χριστουγέννων στο Μαρακάιμπο της Βενεζουέλας, εορταστική ατμόσφαιρα έντονη, ειδικά στη γειτονιά του San Benito,του μαύρου αγίου,προστάτη των μαύρων, που γιορτάζεται σε διάφορες ημερομηνίες σε όλη τη λατινική Αμερική..
Στην Βενεζουέλα, η μνήμη του αγίου Μπενίτο, του προστάτη των μαύρων, γιορτάζεται στις 27 του Δεκέμβρη.Μάλιστα, τουλάχιστο 10 μέρες πριν, ομάδες νεαρών με ταμπούρλα τριγυρίζουν στις γειτονιές σπίτι-σπίτι και τραγουδούν τραγούδια, κάλαντα του αγίου Μπενίτο...Πολλά απο αυτά τα τραγούδια, εκτός των ευχών και των αναφορών στον άγιο, είναι και...σκωπτικού περιεχομένου και με επευφυμίες κάθε είδους:'Viva Santo negro!!!', ΄viva las mujeres!!!'΄
Επίσης στήνουν στις γειτονιές πολλά λαικά παιχνίδια με χρηματικό έπαθλο.Το δημοφιλέστερο από αυτά είναι η αναρρίχηση σε έναν στύλο ύψους περίπου 2.5-3 μέτρων, όπου στη κορυφή του είχε ένα χαρτονόμισμα.Και δεν είναι μόνο η δυσκολία να σκαρφαλώσει κάποιος αλλά έχει να αντιμετωπίσει και τα πειράγματα των ανταγωνιστών, που με αυτόν το τρόπο δυσκολεύουν την αναρρίχηση...Για παράδειγμα, μόλις σκαρφαλώνει κάποιος και δεν είναι το παντελόνι του καλά στερεωμένο, τον ξεβρακώνουν και αμέσως εγκαταλείπει την αναρρίχηση ντροπιασμένος, μέχρι την επόμενή του προσπάθεια...
Την ημέρα της γιορτής γίνεται περιφορά του ξύλινου αγάλματος του αγίου με τραγούδια στον αφρικάνικο ρυθμό, που στη Βενεζουέλα τον αποκαλούν φουλία(fulia).
Eίναι εξαιρετικά ενδιαφέρων να βρεθεί κανείς στην περιφορά, όπου όλοι χορεύουν μαζί με τον άγιο και υπάρχει μια απερίγραπτη ατμόσφαιρα ευφορίας και χαρούμενης διάθεσης.(Τον ρυθμό αυτόν τον συνάντησα και σε παραδοσιακό γάμο στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.)
Μία από αυτές τις μέρες, λοιπόν, θέλοντας να ζήσω από κοντά αυτόν τον εορταστικό αναβρασμό, ντύθηκα φτωχικά με ένα σορτς παλιό, ένα μπλουζάκι, αξύριστος και με παντόφλες, χωρίς ρολόι και χρυσό σταυρουδάκι, δηλαδή μια αμφίεση που να μη προκαλεί σε μέρη επικύνδινα.
Έβαλα κάποια χρήματα σε κάποιο κρυφό μέρος του σορτς και κάποια λίγα στη τσέπη μου και πήρα σβάρνα τις φτωχογειτονιές, έχοντας σαν οδηγούς δύο κεντρικές λεωφόρους, την Μιλάγρο που ήταν παραλιακή και την Μπέλλα Βίστα που ήταν ενδότερη.
Έφτασα σε μια αλάνα όπου είχαν στημένο το παιχνίδι με τον στύλο και παρακολουθούσα με εύθυμη διάθεση και πολύ γέλιο τις προσπάθειες των διαγωνιζομένων για το έπαθλο.
Γύρω τριγύρω είχαν στήσει τα μαγαζάκια τους λογής-λογής πλανόδιοι έμποροι και μικροεστιάτορες που πουλούσαν σούπες, διάφορα ντόπια εδέσματα, τροπικά φρούτα σάντουιτς και καφέδες.Οι μυρωδιές του φτηνού λαικού φαγητού αποπνικτικές αλλά και δελεαστικές.
Καθώς παρατηρούσα τα εδέσματα ένα παλικάρι δίπλα μου γύρω στα 30 μου λέει με χαριτωμένη αναίδεια..''Πεινώ'..'
-Κι εγώ,
 του απαντώ,κάτσε να φάμε..
-Και ποιός πληρώνει..;μου λέει..
-Εγώ κερνώ..του απαντώ γελώντας.
Κάτσαμε και παραγγείλαμε.Κι ανοίξαμε συζήτηση, όπου σε μια στιγμή τον ρωτώ..
-Πόσα τραγούδια ξέρεις με θέμα την μοναξιά;...Bρήκε πως ήξερε καμιά δεκαριά.
-Οι μοναξιές είναι δύο ειδών..μου λέει σε μια στιγμή..'οι άδειες και οι γεμάτες..''Εγώ εδώ ζω μια άδεια μοναξιά,πολύ σκληρή...''
Κουβέντα στη κουβέντα και σχολιάζοντας αυτά που συμβαίναν γύρω μας, πέρασε πολύ ώρα και σηκωθήκαμε να φύγουμε, ενώ ακόμα δεν είχαμε συστηθεί..
-Τι σε λένε;;Mου λέει.
-Μανόλο.Του απαντώ,-Εσένα;
-Φρέντυ, απο το Φραγκίσκο.
-Μούτσο γούστο..του απάντησα.-Και με τι ασχολείσαι;τον ρώτησα.
-Είμαι μάνατζερ σε καμιά δεκαριά κορίτσια μπαλαρίνες που χορεύουν σε ένα καμπαρέ το 'Ελ Κονέχο΄(El Conejo)
Ήταν δηλαδή κάτι όπως θα το λέγαμε φτωχο-προαγωγός.
-Σε ευχαριστώ για το γεύμα,μου είπε.Αν θέλεις πάμε μία βόλτα μέχρι το σπίτι μου, κάτι ξέχασα εκεί, και μετά πάμε να σε κεράσω ένα ποτό στο καμπαρέ El Conejo (ο κούνελος)...
Φτάσαμε σε ένα σπίτι παλιό, κτίσμα παραδοσιακό, χαρακτηριστικό αρχιτεκτονικό δείγμα συνοικισμών του Μαρακάιμπο, μισοερειπωμένο...Για την ακρίβεια, έλειπε η σκεπή από τη κουζίνα, ενώ το υπόλοιπο που είχε σκεπή ήταν χωρισμένο με παραβάν και διανθισμένο με γυναικεία ρούχα, παπούτσια, καλλυντικά, αρώματα...
-Πολύ ρομαντική κουζίνα έχεις..του είπα..'Κάθεσαι εδώ τις νύχτες και παρατηρείς τα αστέρια..'
-Αρκεί να μη βρέχει..μου απάντησε γελώντας.
-Κι όταν βρέχει πως το αντιμετωπίζεις;
-Υπάρχει νάυλον τυλιγμένο και το απλώνουμε με σχοινιά, όσο για να μη πλημυρίσουμε τελείως..
'Πάμε..'μου είπε μόλις τελείωσε τη δουλειά του.'Πάμε στο καμπαρέ να σε κεράσω ένα ποτό και να δεις και τα κορίτσια'
-Φύγαμε, του απάντησα..
Το καμπαρέ ήταν στο πρώτο χιλιόμετρο της λεωφόρου Μιλάγρο και μας πήρε περίπου 10 λεπτά να φτάσουμε.
Η λεωφόρος αυτή είναι κοντά στο λιμάνι και παράλληλη με τη θάλασσα.Στην αρχή της είναι η είσοδος του λιμανιού και δίπλα στην είσοδο δεσπόζει το κτήριο του Ινστιτούτου Πλαστικών Τεχνών και η λαική αγορά, όπου κανείς μπορεί να βρει εξαιρετικά καλότεχνα σουβενίρ και τα φημισμένα περίτεχνα πολύχρωμα χαλιά(tapices) των αυτόχθονων Ινδιάνων, των Γκουαχίρας.
Το καμπαρέ ήταν λαικό και απευθυνόταν λιγότερο σε ναυτικούς και περισσότερο σε ντόπιους.
Καθίσαμε σε μια γωνιά και ο Φρέντυ μου έφερε μία κόπα-λίβρε, που είναι μίγμα από ρούμι και κόκα-κόλα.
Μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα, τον καπνό και τον θόρυβο, πέρασε η ώρα και μαζεύτηκαν τα κορίτσια του Φρέντυ, οπότε ξεκινήσαμε για το σπίτι.
Με σύστησε στα κορίτσια και ευγενικά τους πρότεινα να πάμε να τους κεράσω φαγητό και αναψυκτικό, που δέχτηκαν με μεγάλη χαρά.
Για την ακρίβεια πήγαμε σε ένα πλανόδιο εστιατόρειο και πήραμε φαγητό, αναψυκτικά και φρούτα σε πακέτα, και πήγαμε σπίτι.Εκεί φάγαμε και ήπιαμε με πολύ κέφι και αστεία, σαν να γνωριζόμασταν χρόνια.
Τέλος, όταν αποφάγαμε, σηκώθηκα να φύγω για να τους αφήσω να ξεκουραστούν, ευχαρίστησα μάλιστα τον Φρέντυ και τα κορίτσια για την χαρούμενη παρέα τους, ενώ εκείνες με ευχαρίστησαν για τα κεράσματα..
Και πάνω στις χαιρετούρες, μία απο τις κοπέλες μου λέει:
-Mανόλο, δε θέλεις κανένα κορίτσι να κοιμηθείς αφού είσαι ναυτικός;
-Όχι..της απάντησα σταθερά.
-Γιατί..;μου απάντησε.
-Γιατί φάγαμε και ήπιαμε μαζί σαν φίλοι...,γίναμε φίλοι, και δε πάει να γίνει τέτοιο πράμα, δεν είναι σωστό...Εγώ τουλάχιστον , δεν μπορώ.
Έπεσε σιωπή για ένα ολόκληρο λεπτό και αντιλήφτηκα πως τα περισσότερα κορίτσια κλαίγανε σιωπηρά...,τα μάτια τους τρέχανε δάκρυα.
Το κορίτσι που μου είχε κάνει τη πρόταση, ήρθε με αγκάλιασε σφικτά και με φίλησε με εμπιστοσύνη.
Το ίδιο έκαναν ένα ένα και τα άλλα κορίτσια, μου χάρισαν και τους χάρισα από μία σφικτή αγκαλιά και ένα ζεστό φιλί.
Συγκινήθηκα...,είπα καληνύχτα και ξεκίνησα για το λιμάνι,
Στο δρόμο σκεπτόμουνα πως τούτα τα κορίτσια μεγάλωσαν απότομα,αφού από δεκατεσσάρων χρονών τα μετατρέψανε σε δοχεία ηδονής.Δε νιώσανε ποτέ πατρική αγκαλιά, μητρικό φιλί και χάδι, αλλά και έρωτα..
Εγώ πάλι, σαν ναυτικός στερημένος.., λόγο της οικογενειακής και κοινωνικής μου απουσίας...,μακριά απο τον τόπο μου...,ένοιωθα την βαθύτερη ανάγκη να αγγιχτώ με ανθρώπους να ζεσταθώ.
Έτσι,συντελέστηκε αυτή η ανεκτίμητη για μένα ανταλλαγή αισθημάτων και τρυφερότητας.
Δε ξαναπήγα όμως άλλη φορά στο Ελ Κονέχο.Μάλλον φοβήθηκα τον κακό μου εαυτό...
Δε ξέρω ποια είναι η μοίρα του Φρέντυ και των κοριτσιών του....Δε θέλω καν να υποψιαστώ..
Το ανθρώπινο υπαρξιακό δράμα είναι ένα ποτάμι...που 'πάντα ρει' και καταλήγει να ενώνεται με την απέραντη θάλλασα.Τι συμβολίζει η ΘΑΛΑΣΣΑ...μέσα μας, όλοι ξέρουμε...με βάση τη δική μας προσωπική αλήθεια...



Νίκος Καββαδίας-Αγαπάω

Ἀγαπάω τ᾿ ὅτι θλιμμένο στὸν κόσμο.

Τὰ θολὰ τὰ ματάκια, τοὺς ἀρρώστους ἀνθρώπους,
τὰ ξερὰ γυμνὰ δέντρα καὶ τὰ ἔρημα πάρκα,
τὶς νεκρὲς πολιτεῖες, τοὺς τρισκότεινους τόπους.

Τοὺς σκυφτοὺς ὁδοιπόρους ποὺ μ᾿ ἕνα δισάκι

γιὰ μία πολιτεία μακρυνὴ ξεκινᾶνε,
τοὺς τυφλοὺς μουσικοὺς τῶν πολύβουων δρόμων,
τοὺς φτωχούς, τοὺς ἀλῆτες, αὐτοὺς ποὺ πεινᾶνε.
Τὰ χλωμὰ τὰ κορίτσια ποὺ πάντα προσμένουν
τὸν ἱππότην ποὺ εἶδαν μία βραδιὰ στ᾿ ὄνειρό τους,
νὰ φανῇ ἀπ᾿ τὰ βάθη τοῦ ἀπέραντου δρόμου.
Τοὺς κοιμώμενους κύκνους πάνω στ᾿ ἀσπρόφτερό τους.
Τὰ καράβια ποὺ φεύγουν γιὰ καινούρια ταξίδια
καὶ δὲν ξέρουν καλὰ -ἂν ποτὲ θὰ γυρίσουν πίσω
ἀγαπάω, καὶ θά ῾θελα μαζί τους νὰ πάω
κι οὔτε πιὰ νὰ γυρίσω.
Ἀγαπάω τὶς κλαμμένες ὡραῖες γυναῖκες
ποὺ κυττᾶνε μακριά, ποὺ κυττᾶνε θλιμμένα ...
ἀγαπάω σὲ τοῦτον τὸν κόσμο ὅ,τι κλαίει
γιατὶ μοιάζει μ᾿ ἐμένα.




Περιοδικὸ τῆς Μεγάλης Ἑλληνικῆς Ἐγκυκλοπαίδειας,
τοῦ Παύλου Δρανδάκη, ἀρ. 173, 10 Μαρτίου 1929.




Όλες οι ιστορίες των ζωντανών βιβλίων µεγαλώνουν, κι όσο µεγαλώνουν ωριµάζουν, γλυκαίνουν κι εξαγιάζονται. Κι αυτός ο εξαγιασµός, η µικρή αυτή αγιότητα κάνει τους ανθρώπους να πλησιάζουν ο ένας τον άλλον µε σεβασµό, µε αγάπη χωρίς υστεροβουλία, χωρίς καµιά πρόθεση να αλλάξει ο ένας τον άλλον. Η µόνη πρόθεση είναι να αγκαλιάσει ο ένας τον άλλο... Έτσι, που η ταξική συνείδηση να γίνει αµιγώς κοινωνική συνείδηση...Με την ελπίδα να γίνουµε όσο γίνεται λιγότερο επικριτικοί για τους συνανθρώπους, µε κατανόηση και περισσότερη συγκατάβαση. Να εκλείψει όσο είναι δυνατόν ο άχαρος ρόλος του κοινωνικού δικαστή που, όµως, δικάζει, εκδικάζει αλλά και καταδικάζει, χωρίς κοινωνική συνείδηση, χωρίς συγκατάβαση, χωρίς ανθρωπιά και κατανόηση, µε τις απόλυτες τιµές της έλλειψης ανθρωπιάς ...

Μανώλης.Φύσσας
και εδώ.

Τρίτη 16 Ιουνίου 2020

Παπα-Τύχων: Η Παναγία του έδωσε ψωμί και άγγελος δαμάσκηνα!

Πεμπτουσία


(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Τον κάθε επισκέπτη του τον θεωρούσε φίλο και απεσταλμένο από τον Θεό. Ό,τι του πρόσφερε το κρατούσε κι αν δεν το είχε ανάγκη τα έδινε αμέσως σε άλλον.
Ενώ δεν είχε τίποτε, θεωρούσε πλούσιο τον εαυτό του.
– Εγώ πλούσιος, δόξα τω Θεώ, έλεγε.
Τω «δόξα τω Θεώ» το είχε συνέχεια στο στόμα του. Άντεχε πολύ στη νηστεία και κάποτε, που είχα να πάω πολλές ημέρες, αντίκρυσα το εξής θαυμαστό.
Σ’ εποχή που δεν υπήρχαν δαμάσκηνα και άνθρωπος είχε ημέρες να τον επισκεφθή, βλέπω στο κελλί του πολλά από αυτά, φρέσκα και ωραία.
Τον ρώτησα, πού τα βρήκε.
– Παιδί μου, άνθρωπος τού Θεού», μου απάντησε.
Πίστεψα πως άγγελος του τα πήγε. Τότε μου διηγήθηκε κι ένα άλλο θαύμα, που του είχε συμβεί στη Ρωσία.
Ήταν από τη Σιβηρία και εκεί είχαν πολύ σιτάρι και το ψωμί τους ήταν άσπρο. Όταν περιόδευε τα Ρωσικά μοναστήρια έφτασε στη Μόσχα. Λίγο πιο έξω, εκεί, έτρωγαν μαύρο ψωμί, που δεν μπορούσε να το φάη και για μέρες ήταν νηστικός.
Περνώντας έξω από ένα φούρνο βλέπει μια γυναίκα να του δίνη ένα κάτασπρο ψωμί, ζεστό. Χρήματα δεν είχε και μπήκε μέσα στον φούρνο να την ευχαριστήση.
Ρώτησε τον φούρναρη, πού πήγε ή γυναίκα που του έδωσε το ψωμί. Του απαντά πως καμμιά γυναίκα δεν βγήκε από το μαγαζί του. Όταν μάλιστα είδε το ψωμί στα χέρια του ν’ αχνίζη και σ’ όλη την επαρχία τους να μην υπάρχη τέτοιο, έκθαμβος ένοιωσε πως ήταν η Παναγία.
Ξέσπασε σε δάκρυα συγκινήσεως και ο φούρναρης μ’ ευλάβεια έλαβε λίγο απ’ το ψωμί για ευλογία. Ευχαρίστησαν και οι δύο τη Θεοτόκο. Με το ψωμί αυτό πέρασε όλο τον υπόλοιπο καιρό που έλειπε απ’ το σπίτι του.
Το θαύμα αυτό τον έκανε ν’ αποφασίση τη μοναχική του αφιέρωση.

Απόσπασμα από το βιβλίο του Ιερομονάχου Αγαθαγγέλου, «Οι αναμνήσεις μου από τον παπα-Τύχωνα», των εκδόσεων το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 1982.

Επίσης:




Συ Κύριε, καρδιογνώστα πάντων..


Στίχοι:   
Μοναχή Γαβριηλία

Μουσική:   
Χρήστος Τσιαμούλης

Με γέννηση, με θάνατο
 Σ' αυτό τον κόσμο ή τον άλλο
 Όπου κι αν με πας θα είσαι πάντα Εσύ
 Εσύ που ξέρεις την καρδιά μου
 Με το αύριο να τη δένεις

 Για κείνον που Σε γνώρισε
 Κανείς δεν είναι ξένος
 Κάνε να μη χάσω ποτέ τη χαρά 
 Με Σε να είμαι, με Σε τον Ένα
 Μες στους πολλούς σαν με πηγαίνεις


Άγιος Λουκάς ο Ιατρός: Αυτό κι αν δεν ήταν θαύμα!



(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

[Γράφει ο Άγιος Λουκάς ο Ιατρός]:

Στα μισά του καλοκαιριού -δεν θυμάμαι με ποιο τρόπο- ο Κύριος με προειδοποίησε ότι η εξορία μου θα τελείωνε σύντομα.

Περίμενα με ανυπομονησία να εκπληρωθεί αυτή η υπόσχεση, αλλά οι εβδομάδες περνούσαν και τίποτα δεν άλλαζε.

Έπεσα σε απόγνωση. Απογοητεύτηκα.

Κάποια μέρα πήγα στην εκκλησία, γονάτισα μέσα στο ιερό και άρχισα να προσεύχομαι με δάκρυα στον Ιησού. Η προσευχή μου είχε και ένα παράπονο, γιατί καθυστερεί ο Κύριος και δεν εκπληρώνει την υπόσχεσή Του.

Ξαφνικά βλέπω στην εικόνα τον Ιησού Χριστό, ολοζώντανα, να αποστρέφει το πρόσωπό του από μένα. Δεν με κοιτούσε πια. Τρόμαξα. Δεν μπορούσα και δεν τολμούσα να ξανακοιτάξω την εικόνα.

Βγήκα σαν βρεγμένη γάτα από το ιερό στον εξωνάρθηκα. Εκεί βρήκα τις «Πράξεις των Αποστόλων». Το άνοιξα μηχανικά και διάβασα το πρώτο κείμενο που έπεσε στα μάτια μου.

Δεν θυμάμαι, δυστυχώς, ποιο ήταν το κείμενο που διάβασα, αλλά μου έκανε εντύπωση διότι κατέκρινε τους ανθρώπους που δεν έχουν υπομονή, βιάζονται και δεν περιμένουν την ώρα που ήρεμα θα εκπληρωθεί η υπόσχεση του Κυρίου.

Αυτό το κείμενο με επηρέασε κατά ένα θαυμαστό τρόπο. Αποκάλυπτε την απερισκεψία μου και το θράσος μου, ενώ συνάμα επιβεβαίωνε την υπόσχεση της απελευθέρωσής μου, την οποία περίμενα να εκπληρωθεί τόσο ανυπόμονα.

Επέστρεψα τότε πάλι στό Ιερό και με χαρά είδα πως πάλι στην εικόνα ο Κύριος με κοίταξε με το φωτεινό και ήρεμο βλέμμα Του.

Αυτό κι αν δεν ήταν θαύμα!



Από το λεύκωμα “Αγίου Λουκά, Αρχιεπισκόπου Συμφερουπόλεως και Κριμαίας, ‘Αγάπησα το μαρτύριο, Αυτοβιογραφία΄”, των εκδόσεων Πορφύρα. Επιμέλεια Μητροπολίτη Αργολίδος, κ. Νεκταρίου (Αντωνόπουλου).

Επίσης:


Γέροντας Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης: Τι είναι η μοναξιά;


Η κλειστή καρδιά δεν έχει πληρωθή ακόμη υπό του Πνεύματος του Αγίου. Είναι βουτηγμένη στην μοναξιά της, στην θλίψι της, στην αγωνία της, στον προβληματισμό της, στην ερημιά της. Είναι άδεια. Όπως, όταν το στομάχι μας μείνη άδειο, διαμαρτύρεται και συρικνούται, κάτι ανάλογο συμβαίνει και με την κλειστή καρδιά.


Ὅλος ὁ ἄνθρωπος κλείνεται ἐν ἑαυτῷ, ἀντί νά ἀνοιχθῆ πρός τόν Θεόν, ἀντί νά χωρέση ὁ Θεός καί νά τά σκεπάση ὅλα. Τότε αὐτός ὁ ἄνθρωπος τρώγεται μέ τά νύχια του, βγάζει τά μάτια του μόνος του, τσακώνεται μέ τόν ἑαυτό του. Οἱ λογισμοί του, οἱ περιπέτειές του, τά πάθη του, οἱ νόμοι συγκρούονται μέσα του. Καί τί γίνεται ὁ ἄνθρωπος; Ὅπως κάποιος πού κρατάει ἕνα μαχαίρι κόβει τά πάντα καί τά πετάει, ἔτσι καί ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου διασπᾶται, κατακρεουργεῖται. Καί ἀφοῦ ἡ ψυχή εἶναι κλειστή, σκοτεινή, ἀκυριάρχητη, διότι ἔκανε αὐτοκράτορά της κάποιον πού δέν μπορεῖ νά τῆς δώση εἰρήνη καί ἠρεμία, μέσα της βασιλεύει ἡ παγωνιά, οἱ φόβοι, ἡ μοναξιά.

Τί σημαίνει μοναξιά; ὅτι δέν ἔχω καθόλου τό βίωμα τῆς ἐγγύτητος τοῦ ἄλλου. Τόν καθένα τόν ζῶ σάν "ὁ ἄλλος". Ὅλοι εἶναι "ὁ ἄλλος": ἐσύ καί ἐγώ, τό θέλημά σου καί τό θέλημά μου, ἡ ἀγάπη σου καί ἡ ἀγάπη μου. Γι΄ αὐτό καί πάντα διερωτώμεθα: "Ἄραγε μέ ἀγαπάει ὁ ἄλλος; Ἄραγε μέ σκέπτεται; Ἄραγε μέ θυμᾶται;". Αὐτό δείχνει ὅτι ζῶ τόν ἄλλον ὡς ἕναν ξένο. Βλέπετε τήν παγωνιά τῆς ὑπάρξεώς μας, τήν ἀπομόνωσί μας, τήν ἀποξένωσί μας ἀπό τήν ζωή. Κανένας δέν μπορεῖ νά ζεστάνη πλέον τήν καρδιά μας, νά λειώση καί νά ἐξαφανίση τούς πάγους οἱ ὁποῖοι τήν κατακλύζουν, πρίν μπῆ αὐτό τό φῶς καί αὐτό τό πῦρ, τό ὁποῖο ζεσταίνει καί φωτίζει τά πάντα εἰς τά ἐνδότερα τῆς ὑπάρξεώς μας.

Ἡ μοναξιά εἶναι ἕνα γενικό σμπαράλιασμα, εἶναι τό ἀλληλοφάγωμα τοῦ εἶναι μας. Ἀλληλοσυγκρούονται οἱ ὁρμές μας, τά πάθη μας, οἱ πόθοι μας, τά ἄγχη μας, χωρίς νά τό καταλαβαίνωμε καί χωρίς νά ὑπάρχη λόγος. Διαπληκτίζονται οἱ δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου ἐν ἑαυτῷ, γδέρνεται μόνος του ὁ ἄνθρωπος, γράφει τήν ἱστορία τῆς σκλαβιᾶς του καί τῆς δυστυχίας του. Κανείς δέν μπορεῖ νά ζήση μόνος του...

Ἔρχομαι, παραδείγματος χάριν, καί σοῦ ἀνοίγω τήν καρδιά μου. Σοῦ λέγω, σοῦ λέγω, ἐσύ μοῦ χαμογελᾶς, κουνᾶς τό κεφάλι σου, ἐπιβεβαιώνοντας ὅσα σοῦ λέγω, χωρίς νά πῆς λέξι. Ὅταν τελειώσωμε, θά σοῦ πῶ: "Σέ εὐχαριστῶ· πόσα μοῦ ἔμαθες σήμερα! πόσα μοῦ εἶπες!". Στήν πραγματικότητα τίποτε δέν μοῦ εἶπες. Ἀλλά τά πάντα μοῦ εἶπες, γιατί ἐγώ ἔτσι ἔζησα. Ἔνοιωσα ὅτι σέ μετέλαβα. Σέ ἔβαλα μέσα στήν καρδιά μου, καθώς σοῦ ἀνοιγόμουν. Μόλις ἀνοίξης κάτι, ἀμέσως μπαίνει τό φῶς. Ἡ κροῦσις λοιπόν ὑποδηλοῖ τό ἄνοιγμα τῆς καρδιᾶς, πού κάνει ὁ ἄνθρωπος, ὅταν παύση νά συζητᾶ μέ τόν ἑαυτό του. Δέν εἶναι δυνατόν νά συζητάω καί μέσα μου καί μέ τόν ἄλλον. Πρέπει κάποιον νά προτιμήσω: ἤ τό ἐγώ μου ἤ τόν ἕτερον. Εἶναι δηλαδή τό ἄνοιγμα τῆς καρδιᾶς μία ἀνθρώπινη βουληφόρα ἐνέργεια.

Εάν ζούμε τον πόνο την αγωνία, την πτώσι και την κατάρα του Αδάμ, είναι διότι το θέλουμε· μας αρέσει, μας ικανοποιεί· νοιώθουμε αυτάρκεια· είναι κάποιος δρόμος που τον έχομε συνηθίσει. Οι άνθρωποι γενικώς ζουν μέσα στην μοναξιά τους. Νομίζεις πως όλοι είναι χιονάνθρωποι. Έχουμε συνηθίσει να βλέπωμε γύρω μας ανθρώπους πονεμένους, δυστυχισμένους.

Δεν υπάρχει καμία ασθένεια η οποία δεν είναι απομόνωσις, και δεν υπάρχει καμία απομόνωσις η οποία δεν είναι ασθένεια. Τι σημαίνει ασθένεια, "ασθενής ειμι"; Όπως, όταν έχωμε πυρετό, γίνεται μέσα μας αγών αιμοσφαιρίων, μικροβίων, ιών και όλα αυτά παλεύουν ποιο θα νικήση, έτσι έχομε και αγώνα μέσα στο είναι μας, μια πάλη, για να μπορέσωμε να ζήσωμε. Αλλά συνηθίζομε στην μοναξιά και δεν μπορουμε κατόπιν να κάνωμε τίποτε. Όπως συνηθίζει κανείς το κουβεντολόι, την κατάκριση, την αγάπη, το μίσος, έτσι ακριβώς "δοκιμάζεται" ο άνθρωπος και γίνεται έμπειρος στο να ζη την μοναξιά του.

Συνθηκολογεί με την μοναξιά του και κουράζεται να σηκωθή από την θέσι του πόνου, να πηδήση και να βρη την λύτρωσί του. Όπως αγαπάμε την νωθρότητά μας και δεν μπορούμε να σηκωθούμε για να αγρυπνήσωμε, όπως αγαπάμε την μαλθακότητά μας και δεν μπορούμε να σκεπασθούμε με ένα ελαφρό κάλυμμα, όπως αγαπάμε την ραθυμία μας και δεν μπορούμε να επιτείνωμε την προσευχή μας ή να καθίσωμε να διαβάσωμε, έτσι ακριβώς έχομε συνηθίσει την δραματικότητα της κλεισμένης καρδιά μας, την κόλασί μας. Και τι γίνεται τότε; Χρειάζεται κανείς να μισήση την κατάστασί του αυτή, να καταλάβη ότι είναι ο θάνατός του και ότι στο χέρι του είναι να ανοίξη την θύρα.

"Ιδού έστηκα και κρούω" λέγει ο Χριστός, που σημαίνει ότι διαρκώς κρούει, αλλά εγώ δεν θέλω να ανοίξω, γιατί έχω μάθει να μην ζω μαζί Του.

ἀρχιμ. Αἰμιλιανός Σιμωνοπετρίτης
"Ζωή εν Πνεύματι"
εκδ.: Εν Πλώ

Επίσης:



Δευτέρα 15 Ιουνίου 2020

Ο χρόνος φεύγει σαν να έχει φτερά


«Ο χρόνος φεύγει σαν να έχει φτερά. Πόσο σύντομη είναι η επίγεια ζωή μας μπροστά στην Αιωνιότητα, σαν κόκκος άμμου στη θάλασσα! Όμως πολύ λίγο σκεφτόμαστε την Αιωνιότητα, πολύ λίγο προετοιμαζόμαστε γι' αυτήν. Πολύ μας τραβάει η γη και ξεχνάμε να σκεφτούμε το μόνο που έχουμε ανάγκη. Κύριε, δος μου μνήμη θανάτου!»
Όσιος Ιωάννης Αλεξέγιεφ, Πνευματικός Ι.Μονής Βάλαμο 

Ολοκαύτωμα Διστόμου: Μια ιστορική μαρτυρία



του Δαμιανού Βασιλειάδη
Ο επικεφαλής του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού στην Ελλάδα Στούρε Λιννέρ, Σουηδός, στο βιβλίο του: «Η Οδύσσεια μου», γράφει για την σφαγή του Διστόμου.
Παντρευτήκαμε στις 14 Ιουνίου. Ο υπεύθυνος της ελληνικής επιτροπής, Εμίλ Σάντστρομ, παρέθεσε γαμήλιο γεύμα προς τιμήν μας. Αργά το βράδυ με πλησίασε και με απομάκρυνε από τα γέλια και τις φωνές, προς μια γωνιά, όπου θα μπορούσαμε να μιλήσουμε οι δυο μας. Μου έδειξε ένα τηλεγράφημα που μόλις είχε λάβει:
Οι Γερμανοί έσφαζαν για τρεις μέρες τον πληθυσμό του Διστόμου, στην περιοχή των Δελφών, στην συνέχεια πυρπόλησαν το χωριό. Πιθανοί επιζώντες είχαν ανάγκη άμεσης βοήθειας.
Το Δίστομο ήταν μέσα στα όρια της περιοχής, την εποχή εκείνη, που ήμουν αρμόδιος να τροφοδοτώ με τρόφιμα και φάρμακα. Έδωσα με την σειρά μου το τηλεγράφημα στην Κλειώ να το διαβάσει, εκείνη έγνεψε κι έτσι αποχωρήσαμε διακριτικά από την χαρούμενη γιορτή.
Περίπου μια ώρα αργότερα ήμασταν καθ’ οδόν μέσα στην νύχτα. Απαιτήθηκε ανυπόφορα μεγάλο χρονικό διάστημα, έως ότου διασχίσουμε τους χαλασμένους δρόμους και τα πολλά μπλόκα για να φτάσουμε, χαράματα πια, στον κεντρικό δρόμο, που οδηγούσε στο Δίστομο. Από τις άκρες του δρόμου ανασηκώνονταν γύπες από χαμηλό ύψος, αργά και απρόθυμα, όταν μας άκουγαν που πλησιάζαμε. Σε κάθε δέντρο, κατά μήκος του δρόμου και για εκατοντάδες μέτρα, κρεμόντουσαν ανθρώπινα σώματα, σταθεροποιημένα με ξιφολόγχες, κάποια εκ των οποίων ήταν ακόμη ζωντανά. Ήταν οι κάτοικοι του χωριού, που τιμωρήθηκαν με αυτόν τον τρόπο:  θεωρήθηκαν ύποπτοι για παροχή βοήθειας στους αντάρτες της περιοχή, οι οποίοι επιτέθηκαν σε δύναμη των Ες Ες. Η μυρωδιά ήταν ανυπόφορη.



10 Ιουνίου 1944, η ημέρα που ξεκληρίστηκε το Δίστομο

Μέσα στο χωριό σιγόκαιγε ακόμη φωτιά στα αποκαΐδια των σπιτιών. Στο χώμα κείτονταν διασκορπισμένοι εκατοντάδες άνθρωποι κάθε ηλικίας, από υπερήλικες έως νεογνά. Σε πολλές γυναίκες είχαν σκίσει τη μήτρα με την ξιφολόγχη και αφαιρέσει τα στήθη, άλλες κείτονταν στραγγαλισμένες, με τα εντόσθια τυλιγμένα γύρω από τον λαιμό. Φαινόταν σαν να μην είχε επιζήσει κανείς…
Μα να! Ένας παππούς στην άκρη του χωριού! Από θαύμα είχε καταφέρει να γλιτώσει τη σφαγή. Ήταν σ ο κ α ρ ι σ μ έ ν ο ς  από τον τρόμο, με άδειο βλέμμα, τα λόγια του πλέον μη κατανοητά. Κατεβήκαμε στην μέση της συμφοράς και φωνάζαμε στα ελληνικά: «Ερυθρός Σταυρός! Ερυθρός Σταυρός! Ήρθαμε να βοηθήσουμε»
Από μακριά μας πλησίασε διστακτικά μια γυναίκα. Μας αφηγήθηκε ότι ένας μικρός αριθμός χωρικών πρόλαβε να διαφύγει προτού ξεκινήσει η επίθεση. Μαζί με εκείνη αρχίσαμε να τους ψάχνουμε. Αφού ξεκινήσαμε οι τρεις μας, διαπιστώσαμε ότι {η γυναίκα} είχε πυροβοληθεί στο χέρι. Την χειρουργήσαμε αμέσως με χειρουργό την Κλειώ. Ήταν το ταξίδι του μέλιτός μας…!
Λίγον καιρό αργότερα η επαφή μας με το Δίστομο θα αποκτούσε και έναν αξιοσημείωτο επίλογο.
Όταν τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Ελλάδα, δεν πήγαν και τόσο καλά τα πράγματα, αφού μια γερμανική μονάδα κατάφερε να περικυκλωθεί από αντάρτες ακριβώς στην περιοχή του Διστόμου. Σκέφτηκα ότι αυτό ίσως θεωρηθεί από τους Έλληνες ως ευκαιρία για αιματηρή εκδίκηση, πόσω μάλλον που η περιοχή εδώ και καιρό είχε αποκοπεί από κάθε παροχή βοήθειας σε τρόφιμα. Ετοίμασα λοιπόν φορτηγά με τα αναγκαία τρόφιμα, έστειλα μήνυμα στο Δίστομο για την άφιξή μας κι έτσι βρεθήκαμε στο δρόμο για εκεί, για άλλη μια φορά, η Κλειώ κι εγώ.
Όταν φτάσαμε στα όρια του χωριού, μας συνάντησε μια επιτροπή, με τον παπά στην μέση. Έναν παλαιών αρχών πατριάρχη, με μακριά, κυματιστή, λευκή γενειάδα. Δίπλα του στεκόταν ο αρχηγός των ανταρτών, με πλήρη εξάρτηση. Ο παπάς πήρε τον λόγο και μας ευχαρίστησε εκ μέρους όλων που ήρθαμε με τρόφιμα. Μετά πρόσθεσε: «Εδώ είμαστε όλοι πεινασμένοι, τόσο εμείς οι ίδιοι, όσο και οι Γερμανοί αιχμάλωτοι. Τώρα εάν, εάν εμείς λιμοκτονούμε, είμαστε τουλάχιστον στον τόπο μας. Δώστε τους το φαγητό που έχετε μαζί σας, έχουν μακρύ δρόμο μπροστά τους».
Σ’ αυτή την φράση γύρισε η Κλειώ το βλέμμα της και με κοίταξε. Υποψιαζόμουν τι ήθελε να μου πει με αυτό το βλέμμα, αλλά δεν έβλεπα πλέον καθαρά. Απλά στεκόμουν κι έκλαιγα…




Επίσης:

Tη 10η Ιουνίου, μνήμη της αγίας ενδόξου μάρτυρος Ολιβίας της εκ Πανόρμου της Σικελίας

Η εικόνα ίσως περιέχει: 1 άτομο


+ Tη 10η Ιουνίου, μνήμη της αγίας ενδόξου μάρτυρος Ολιβίας της εκ Πανόρμου της Σικελίας.

Σύμφωνα με το συναξάρι της Αγίας, η Αγία Ολίβια γεννήθηκε γύρω στο 448 μ.Χ και ήταν κόρη μιας οικογένειας ευγενών Σικελών. Ο Συναξαριστής αναφέρει ότι γεννήθηκε στην περιοχή Λότζια του Παλέρμο. Από τα πρώτα της χρόνια αφιερώθηκε στον Κύριο αδιαφορώντας για τις τιμές και τα πλούτη και αγάπησε πολύ την φιλανθρωπία και την ανακούφιση των φτωχών.
Το 454 μ.Χ. ο Γιζέριχος, βασιλιάς των Βανδάλων, κατέκτησε τη Σικελία και κατέλαβε τον Παλέρμο, σκοτώνοντας πολλούς χριστιανούς. Όταν ήταν δεκατριών ετών, η Αγία Ολίβια άρχισε να επισκέπτεται τους φυλακισμένους χριστιανούς για να τους ανακουφίζει και να τους παροτρύνει να παραμείνουν σταθεροί στην πίστη τους. Οι Βανδάλοι εντυπωσιάστηκαν από τη δύναμη του πνεύματός της και βλέποντας ότι τίποτα δεν θα μπορούσε να κάμψει της πίστης της, με γνώμονα την ευγενική καταγωγή της την έστειλαν στην Τύνιδα προκειμένου ο κυβερνήτης να προσπαθήσει να κάμψει την πίστης και την αφοσίωσή της.

 Στην Τύνιδα η Ολίβια έκανε πολλά θαύματα και άρχισε να μεταστρέφει τους ειδωλολάτρες στην Χριστιανική Πίστη.
 Ο κυβερνήτης διέταξε λοιπόν να μεταφερθεί σε ένα απομονωμένο μέρος στα βάθη της ερήμου όπου υπήρχαν άγρια ζώα, ελπίζοντας ότι τα θηρία θα την καταβρόχθιζαν ή ότι θα πέθαινε από την πείνα. Ωστόσο, τα άγρια ζώα ζούσαν ειρηνικά μαζί της.
Μια μέρα μερικοί άνδρες από την Τύνιδα που την κυνηγούσαν την εντόπισαν και εντυπωσιάστηκαν τόσο από την ομορφιά της που προσπάθησαν να την κακοποιήσουν, αλλά η Αγία Ολίβια τους άλλαξε με το λόγο του Κυρίου και την προσευχή της και βαπτίστηκαν. Αφού θεράπευσε με θαυματουργικό τρόπο πολλούς από τους ασθενείς και υποφέροντας από τις κακουχίες της περιοχής, η Αγία Ολίβια μετέστρεψε πολλούς ειδωλολάτρες στη χριστιανική πίστη. Όταν ο κυβερνήτης ενημερώθηκε για όλα αυτά, τη συνέλαβε και την φυλάκισε στην πόλη σε μια προσπάθεια να της κάμψει το ηθικό. Ο Κυβερνήτης βλέποντας το άκαμπτο του χαρακτήρα της διέταξε να βασανίσουν την Αγία με ποικίλους τρόπους. Την μαστίγωσαν την γύμνωσαν και την έριξαν μέσα σε ένα καζάνι με καυτό λάδι, αλλά όλα αυτά τα βασανιστήρια δεν της προκάλεσαν την παραμικρή βλάβη ούτε την έκαναν να παραιτηθεί από την πίστη της.
Τελικά αποκεφαλίστηκε στις 10 Ιουνίου του 463 και η ψυχή της πέταξε στον ουρανό με τη μορφή ενός περιστεριού.


Τὴν οἰκουμένην σαγηνεύσας..




Ο ΜΟΝΤΕΡΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ Η ΠΙΣΤΗ ΣΤΟΝ ΤΡΙΑΔΙΚΟ ΘΕΟ

«Καί ἐν τῷ συμπληροῦσθαι τήν ἡμέραν τῆς Πεντηκοστῆς ἦσαν ἅπαντες ὁμοθυμαδόν ἐπί τό αὐτό» (Πράξ. 2,1)
«Όταν έφτασε η ημέρα της Πεντηκοστής, ήταν όλοι μαζί συγκεντρωμένοι με ομοψυχία στο ίδιο μέρος» .

                Ο μοντέρνος άνθρωπος θεωρεί την πίστη ως μία κατασκευή αυτών που φοβούνται τον θάνατο, αυτών που δεν θέλουν να διαχειριστούν οι ίδιοι την ελευθερία τους για να μην κάνουν λάθη που θα τους στοιχίσουν στην προοπτική της αιώνιας ζωής, από αυτούς που έχουν ανάγκη να αναφέρονται σε μια ανώτατη Δύναμη και αυθεντία, ώστε να παρηγοριούνται για τις δοκιμασίες  της ζωής, αλλά και να καθοδηγούνται για το τι θα αποφασίσουν. Ο άνθρωπος θέλει να έχει μία αόρατη βοήθεια που να δικαιώνει τις επιλογές του ή να τις κατευθύνει προς την επιτυχία, την ευχαρίστηση, την ευτυχία. Σ’ αυτήν την αντίληψη ο μοντέρνος άνθρωπος αντιτάσσει την ατομική ευθύνη για τη ζωή. Δεν μου χρειάζεται ούτε ο Θεός ούτε η θρησκεία. Μπορώ να έχω τη ζωή μου στα χέρια μου, να νικήσω ή να χάσω με βάση τα δικά μου χαρίσματα, με βάση τις δικές μου επιλογές. Δεν θέλω να με ελέγχει κανείς. Μπορώ να κρίνω τι είναι σωστό και τι είναι λάθος με βάση νόμους και κανόνες που τους ορίζω προσωπικά. Δεν θέλω κανέναν να μου λέει όχι στην εκπλήρωση των επιθυμιών μου, εφόσον δεν κάνω κακό στον άλλο, κυρίως εφόσον δεν του στερώ τη ζωή. Δεν φοβάμαι τον θάνατο, διότι δεν πιστεύω στην αιωνιότητα. Γνωρίζω ότι είναι αναπόφευκτος. Επομένως, ας περάσω όσο καλύτερα μπορώ σ’ αυτήν την ζωή και μετά, τίποτα.
                Είναι ακατανόητη για τον μοντέρνο άνθρωπο η πίστη της Εκκλησίας στον Τριαδικό Θεό. Όταν δεν θέλουμε πατέρα, τον οποίο έχουμε ταυτίσει με την βοήθεια, αλλά και τον έλεγχο της ζωής μας, γιατί να πιστεύουμε σε έναν Ουράνιο Πατέρα, τον οποίο τον διαμορφώνουμε εντός μας και ως εικόνα και ομοίωση του επί γης πατέρα μας; Αν δεν χρειαζόμαστε επίγειο, γιατί να δεσμευτούμε στον ουράνιο; Όταν δεν θέλουμε ως κύρια αξία της ζωής μας την αγάπη που γίνεται θυσία, παραίτηση από την προτεραιότητα του εγώ, κένωση, μοίρασμα, συγχώρηση, νέο ξεκίνημα στην σχέση με τον άλλο, όταν δεν βλέπουμε τον εαυτό μας εν σχέσει, αλλά με γνώμονα το εγώ μας, γιατί να πιστεύουμε στον Υιό που προσέλαβε την φύση μας, την ένωσε με την δική Του και έφτασε μέχρι τον Άδη, μέχρι τον θάνατο, για να εξέλθει νικητής και να μας οδηγήσει στην ανάσταση, από αγάπη; Όταν θέλουμε τα πάντα να τα ερμηνεύουμε με την λογική, το νερό να είναι νερό, το κρασί να είναι κρασί, το ψωμί να είναι ψωμί, το λάδι να είναι λάδι, πώς να πιστεύουμε στο Άγιο Πνεύμα, δηλαδή στον ήχο που γίνεται πύρινη γλώσσα, που δίνει πληρότητα έμπνευσης, γνώσης, αλήθειας, που μας κάνει να ζούμε το μυστήριο της μεταβολής της ύλης σε αγιασμό, σε θεία κοινωνία, σε έλαιο που θεραπεύει και την ίδια στιγμή μας δίνει όχι απλώς δύναμη, αλλά μας κάνει να κοινωνούμε Θεό και να εντασσόμαστε στο σώμα Του που είναι η Εκκλησία, χωρίς να σβήνουμε τον χρόνο και την φθορά, αλλά χωρίς να νικιόμαστε;
                Είναι ακατανόητη για τον μοντέρνο άνθρωπο η πίστη της Εκκλησίας στην ψυχή ως δώρο του Θεού, ως ζώσα πνοή Πνεύματος που δεν μας επιτρέπει απλώς να κινούμαστε, να ζούμε, να επικοινωνούμε, να δημιουργούμε, ακόμη και να γκρεμίζουμε, να αμαρτάνουμε, να σφάλλουμε, αλλά μας δίνει την ευκαιρία να θυμόμαστε την αληθινή μας πατρίδα που είναι ο ουρανός, όντες εικόνες Θεού; Να μπορούμε να φεύγουμε από το σχήμα νους-συναίσθημα-επιθυμία και να πηγαίνουμε στο σχήμα κάθαρση-φωτισμός-θέωση, να βρίσκουμε δηλαδή μέσα από την χάρη και την δική μας μικρή προσπάθεια τον λόγο της ύπαρξής μας;
                Για τον μοντέρνο άνθρωπο η ψυχή είναι η έκφραση του ανθρώπινου εγκεφάλου, από τον οποίο παράγονται τα πάντα, και σταματά να υφίσταται όταν το σώμα του ανθρώπου εκμετρήσει το ζην του. Η ψυχή πρέπει να είναι καλά, δηλαδή να δίνει στον πολύπλοκο άνθρωπο σημάδια ότι τίποτα δεν μπορεί να απειλήσει την ευεξία του, ούτε οι εμπειρίες του, ούτε οι άλλοι, ούτε οι φόβοι του, αλλά μία μόνο προτεραιότητα υπάρχει: «ο εαυτός του». Είναι ακατανόητη η πίστη ότι η ψυχή του δόθηκε για να μπορεί να σχετίζεται, να πορεύεται προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο με τον εαυτό του όχι ως κέντρο, αλλά ως αρχή για μοίρασμα, για προσφορά, για έξοδο, για κένωση. Ότι το δεύτερο δεν αναιρεί το πρώτο, αλλά το βάζει στην προοπτική της συνοδοιπορίας. Ο εαυτός μας αξίζει, αλλά πληρούται όταν εξίσταται εκ των ορίων του διά της αγάπης. Και αυτό δεν είναι εφικτό μέσα από την δύναμη του εγώ, αλλά μέσα από την σχέση με τον Θεό που γίνεται κοινωνία με τον άλλο.
                Αυτό ζούμε στην Εκκλησία διά της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος, το οποίο πάντα τα χορηγεί. Και έρχεται το Πνεύμα όταν οι άνθρωποι νιώθουμε την ανάγκη ομοθυμαδόν να είμαστε στον ίδιο χώρο, αλλά και με την διάθεση της καρδιάς ανοιχτή στην χάρη. Να καταθέτουμε το εγώ μας στο εμείς. Να δίνουμε αυτό που μπορεί ο ένας στον άλλον. Από το χαμόγελο και την υλική προσφορά, από το δάκρυ για τον πόνο του άλλου και για τις αμαρτίες όλων μας, μέχρι την προσευχή, την στήριξη, την παρουσία. Είμαστε εδώ, στην Εκκλησία, είμαστε δεκτικοί της χάριτος του Θεού, δεκτικοί της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος το οποίο πάντα χορηγεί και μας οδηγεί στην αγιότητα, δια των καρπών Του, που έρχονται στην ύπαρξή μας ως δώρο που μας μεταμορφώνει.
                «Ουκ εγκαταλείψεις την ψυχήν μου εις Άδου ουδέ δώσεις τον όσιόν σου ιδείν διαφθοράν. Εγνώρισάς μοι οδούς ζωής, πληρώσεις με ευφροσύνης μετά του προσώπου σου» (Ψαλμ. 15, 8-11). «Δεν θα εγκαταλείψεις την ψυχή μου στον Άδη, ούτε θ’ αφήσει τον άγιό σου να γνωρίσει την φθορά. Μου ‘δειξες τον δρόμο προς την ζωή. Θα με γεμίσεις ευφροσύνη, όταν θα είμαι κοντά σου». Αυτό είναι το μήνυμα της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος στην ζωή της πίστης, στην ζωή της Εκκλησίας, στην ζωή μας. Ότι όλα είναι χάρις. Είναι αγιασμός. Είναι ελπίδα. Ότι ζώντας στον μοντέρνο κόσμο, συγκαταβαίνουμε, αλλά δεν παραδιδόμαστε. Κατανοούμε, αλλά δεν εξαντλούμε αυτό που είμαστε και αυτό που θέλουμε να γίνουμε στο χρονικό παρόν. Και γνωρίζουμε και εμπιστευόμαστε στην ψυχούλα μας ότι έστι Θεός. Κι ας μας απορρίπτουν. Κι ας μας θεωρούν μεθυσμένους.
                «Προωρώμην τον Κύριον ενώπιόν μου διά παντός, ότι εκ δεξιών μου εστιν ίνα μη σαλευθώ. Διά τούτο ευφράνθη η καρδία μου και ηγαλλιάσατο η γλώσσα μου, έτσι δε και η σαρξ μου κατασκηνώσει επ’ ελπίδι» (Ψαλμ. 15, 7-9). «Βλέπω τον Κύριο πάντοτε μπροστά μου, είναι στα δεξιά μου για να με προστατέψει. Γι’ αυτό χαίρεται η καρδιά μου και τραγουδάει η γλώσσα μου. Κι όταν το σώμα μου πάει στον τάφο, θα έχει την ελπίδα συντροφιά».
    
Κέρκυρα, 7 Ιουνίου 2020
Της Πεντηκοστής


“Δεῦτε λαοί, τὴν τρισυπόστατον Θεότητα προσκυνήσωμεν, Υἱὸν ἐν τῷ Πατρί, σὺν ἁγίῳ Πνεύματι· Πατὴρ γὰρ ἀχρόνως ἐγέννησεν Υἱόν, συναΐδιον καὶ σύνθρονον, καὶ Πνεῦμα ἅγιον ἦν ἐν τῷ Πατρί, σὺν Υἱῷ δοξαζόμενον, μία δύναμις, μία οὐσία, μία Θεότης, ἣν προσκυνοῦντες πάντες λέγομεν· Άγιος ὁ Θεός, ὁ τὰ πάντα δημιουργήσας δι’ Υἱοῦ, συνεργίᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Ἅγιος ἰσχυρός, δι’ οὗ τὸν Πατέρα ἐγνώκαμεν, καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐπεδήμησεν ἐν κόσμῳ, Ἅγιος ἀθάνατος, τὸ Παράκλητον Πνεῦμα, τὸ ἐκ Πατρὸς ἐκπορευόμενον, καὶ ἐν Υἱῷ ἀναπαυόμενον, Τριὰς ἁγία, δόξα σοι.».


Εὐλογητὸς εἶ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ πανσόφους τοὺς ἁλιεῖς ἀναδείξας, καταπέμψας αὐτοῖς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, καὶ δι' αὐτῶν τὴν οἰκουμένην σαγηνεύσας, φιλάνθρωπε, δόξα σοι.