Ελ Κονέχο(Ο Κούνελος)
(Διήγημα του Μανώλη Φύσσα, από τα ΄ζωντανά βιβλία')
Ήταν παραμονές Χριστουγέννων στο Μαρακάιμπο της Βενεζουέλας, εορταστική ατμόσφαιρα έντονη, ειδικά στη γειτονιά του San Benito,του μαύρου αγίου,προστάτη των μαύρων, που γιορτάζεται σε διάφορες ημερομηνίες σε όλη τη λατινική Αμερική..
Στην Βενεζουέλα, η μνήμη του αγίου Μπενίτο, του προστάτη των μαύρων, γιορτάζεται στις 27 του Δεκέμβρη.Μάλιστα, τουλάχιστο 10 μέρες πριν, ομάδες νεαρών με ταμπούρλα τριγυρίζουν στις γειτονιές σπίτι-σπίτι και τραγουδούν τραγούδια, κάλαντα του αγίου Μπενίτο...Πολλά απο αυτά τα τραγούδια, εκτός των ευχών και των αναφορών στον άγιο, είναι και...σκωπτικού περιεχομένου και με επευφυμίες κάθε είδους:'Viva Santo negro!!!', ΄viva las mujeres!!!'΄
Επίσης στήνουν στις γειτονιές πολλά λαικά παιχνίδια με χρηματικό έπαθλο.Το δημοφιλέστερο από αυτά είναι η αναρρίχηση σε έναν στύλο ύψους περίπου 2.5-3 μέτρων, όπου στη κορυφή του είχε ένα χαρτονόμισμα.Και δεν είναι μόνο η δυσκολία να σκαρφαλώσει κάποιος αλλά έχει να αντιμετωπίσει και τα πειράγματα των ανταγωνιστών, που με αυτόν το τρόπο δυσκολεύουν την αναρρίχηση...Για παράδειγμα, μόλις σκαρφαλώνει κάποιος και δεν είναι το παντελόνι του καλά στερεωμένο, τον ξεβρακώνουν και αμέσως εγκαταλείπει την αναρρίχηση ντροπιασμένος, μέχρι την επόμενή του προσπάθεια...
Την ημέρα της γιορτής γίνεται περιφορά του ξύλινου αγάλματος του αγίου με τραγούδια στον αφρικάνικο ρυθμό, που στη Βενεζουέλα τον αποκαλούν φουλία(fulia).
Eίναι εξαιρετικά ενδιαφέρων να βρεθεί κανείς στην περιφορά, όπου όλοι χορεύουν μαζί με τον άγιο και υπάρχει μια απερίγραπτη ατμόσφαιρα ευφορίας και χαρούμενης διάθεσης.(Τον ρυθμό αυτόν τον συνάντησα και σε παραδοσιακό γάμο στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.)
Μία από αυτές τις μέρες, λοιπόν, θέλοντας να ζήσω από κοντά αυτόν τον εορταστικό αναβρασμό, ντύθηκα φτωχικά με ένα σορτς παλιό, ένα μπλουζάκι, αξύριστος και με παντόφλες, χωρίς ρολόι και χρυσό σταυρουδάκι, δηλαδή μια αμφίεση που να μη προκαλεί σε μέρη επικύνδινα.
Έβαλα κάποια χρήματα σε κάποιο κρυφό μέρος του σορτς και κάποια λίγα στη τσέπη μου και πήρα σβάρνα τις φτωχογειτονιές, έχοντας σαν οδηγούς δύο κεντρικές λεωφόρους, την Μιλάγρο που ήταν παραλιακή και την Μπέλλα Βίστα που ήταν ενδότερη.
Έφτασα σε μια αλάνα όπου είχαν στημένο το παιχνίδι με τον στύλο και παρακολουθούσα με εύθυμη διάθεση και πολύ γέλιο τις προσπάθειες των διαγωνιζομένων για το έπαθλο.
Γύρω τριγύρω είχαν στήσει τα μαγαζάκια τους λογής-λογής πλανόδιοι έμποροι και μικροεστιάτορες που πουλούσαν σούπες, διάφορα ντόπια εδέσματα, τροπικά φρούτα σάντουιτς και καφέδες.Οι μυρωδιές του φτηνού λαικού φαγητού αποπνικτικές αλλά και δελεαστικές.
Καθώς παρατηρούσα τα εδέσματα ένα παλικάρι δίπλα μου γύρω στα 30 μου λέει με χαριτωμένη αναίδεια..''Πεινώ'..'
-Κι εγώ,
του απαντώ,κάτσε να φάμε..
-Και ποιός πληρώνει..;μου λέει..
-Εγώ κερνώ..του απαντώ γελώντας.
Κάτσαμε και παραγγείλαμε.Κι ανοίξαμε συζήτηση, όπου σε μια στιγμή τον ρωτώ..
-Πόσα τραγούδια ξέρεις με θέμα την μοναξιά;...Bρήκε πως ήξερε καμιά δεκαριά.
-Οι μοναξιές είναι δύο ειδών..μου λέει σε μια στιγμή..'οι άδειες και οι γεμάτες..''Εγώ εδώ ζω μια άδεια μοναξιά,πολύ σκληρή...''
Κουβέντα στη κουβέντα και σχολιάζοντας αυτά που συμβαίναν γύρω μας, πέρασε πολύ ώρα και σηκωθήκαμε να φύγουμε, ενώ ακόμα δεν είχαμε συστηθεί..
-Τι σε λένε;;Mου λέει.
-Μανόλο.Του απαντώ,-Εσένα;
-Φρέντυ, απο το Φραγκίσκο.
-Μούτσο γούστο..του απάντησα.-Και με τι ασχολείσαι;τον ρώτησα.
-Είμαι μάνατζερ σε καμιά δεκαριά κορίτσια μπαλαρίνες που χορεύουν σε ένα καμπαρέ το 'Ελ Κονέχο΄(El Conejo)
Ήταν δηλαδή κάτι όπως θα το λέγαμε φτωχο-προαγωγός.
-Σε ευχαριστώ για το γεύμα,μου είπε.Αν θέλεις πάμε μία βόλτα μέχρι το σπίτι μου, κάτι ξέχασα εκεί, και μετά πάμε να σε κεράσω ένα ποτό στο καμπαρέ El Conejo (ο κούνελος)...
Φτάσαμε σε ένα σπίτι παλιό, κτίσμα παραδοσιακό, χαρακτηριστικό αρχιτεκτονικό δείγμα συνοικισμών του Μαρακάιμπο, μισοερειπωμένο...Για την ακρίβεια, έλειπε η σκεπή από τη κουζίνα, ενώ το υπόλοιπο που είχε σκεπή ήταν χωρισμένο με παραβάν και διανθισμένο με γυναικεία ρούχα, παπούτσια, καλλυντικά, αρώματα...
-Πολύ ρομαντική κουζίνα έχεις..του είπα..'Κάθεσαι εδώ τις νύχτες και παρατηρείς τα αστέρια..'
-Αρκεί να μη βρέχει..μου απάντησε γελώντας.
-Κι όταν βρέχει πως το αντιμετωπίζεις;
-Υπάρχει νάυλον τυλιγμένο και το απλώνουμε με σχοινιά, όσο για να μη πλημυρίσουμε τελείως..
'Πάμε..'μου είπε μόλις τελείωσε τη δουλειά του.'Πάμε στο καμπαρέ να σε κεράσω ένα ποτό και να δεις και τα κορίτσια'
-Φύγαμε, του απάντησα..
Το καμπαρέ ήταν στο πρώτο χιλιόμετρο της λεωφόρου Μιλάγρο και μας πήρε περίπου 10 λεπτά να φτάσουμε.
Η λεωφόρος αυτή είναι κοντά στο λιμάνι και παράλληλη με τη θάλασσα.Στην αρχή της είναι η είσοδος του λιμανιού και δίπλα στην είσοδο δεσπόζει το κτήριο του Ινστιτούτου Πλαστικών Τεχνών και η λαική αγορά, όπου κανείς μπορεί να βρει εξαιρετικά καλότεχνα σουβενίρ και τα φημισμένα περίτεχνα πολύχρωμα χαλιά(tapices) των αυτόχθονων Ινδιάνων, των Γκουαχίρας.
Το καμπαρέ ήταν λαικό και απευθυνόταν λιγότερο σε ναυτικούς και περισσότερο σε ντόπιους.
Καθίσαμε σε μια γωνιά και ο Φρέντυ μου έφερε μία κόπα-λίβρε, που είναι μίγμα από ρούμι και κόκα-κόλα.
Μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα, τον καπνό και τον θόρυβο, πέρασε η ώρα και μαζεύτηκαν τα κορίτσια του Φρέντυ, οπότε ξεκινήσαμε για το σπίτι.
Με σύστησε στα κορίτσια και ευγενικά τους πρότεινα να πάμε να τους κεράσω φαγητό και αναψυκτικό, που δέχτηκαν με μεγάλη χαρά.
Για την ακρίβεια πήγαμε σε ένα πλανόδιο εστιατόρειο και πήραμε φαγητό, αναψυκτικά και φρούτα σε πακέτα, και πήγαμε σπίτι.Εκεί φάγαμε και ήπιαμε με πολύ κέφι και αστεία, σαν να γνωριζόμασταν χρόνια.
Τέλος, όταν αποφάγαμε, σηκώθηκα να φύγω για να τους αφήσω να ξεκουραστούν, ευχαρίστησα μάλιστα τον Φρέντυ και τα κορίτσια για την χαρούμενη παρέα τους, ενώ εκείνες με ευχαρίστησαν για τα κεράσματα..
Και πάνω στις χαιρετούρες, μία απο τις κοπέλες μου λέει:
-Mανόλο, δε θέλεις κανένα κορίτσι να κοιμηθείς αφού είσαι ναυτικός;
-Όχι..της απάντησα σταθερά.
-Γιατί..;μου απάντησε.
-Γιατί φάγαμε και ήπιαμε μαζί σαν φίλοι...,γίναμε φίλοι, και δε πάει να γίνει τέτοιο πράμα, δεν είναι σωστό...Εγώ τουλάχιστον , δεν μπορώ.
Έπεσε σιωπή για ένα ολόκληρο λεπτό και αντιλήφτηκα πως τα περισσότερα κορίτσια κλαίγανε σιωπηρά...,τα μάτια τους τρέχανε δάκρυα.
Το κορίτσι που μου είχε κάνει τη πρόταση, ήρθε με αγκάλιασε σφικτά και με φίλησε με εμπιστοσύνη.
Το ίδιο έκαναν ένα ένα και τα άλλα κορίτσια, μου χάρισαν και τους χάρισα από μία σφικτή αγκαλιά και ένα ζεστό φιλί.
Συγκινήθηκα...,είπα καληνύχτα και ξεκίνησα για το λιμάνι,
Στο δρόμο σκεπτόμουνα πως τούτα τα κορίτσια μεγάλωσαν απότομα,αφού από δεκατεσσάρων χρονών τα μετατρέψανε σε δοχεία ηδονής.Δε νιώσανε ποτέ πατρική αγκαλιά, μητρικό φιλί και χάδι, αλλά και έρωτα..
Εγώ πάλι, σαν ναυτικός στερημένος.., λόγο της οικογενειακής και κοινωνικής μου απουσίας...,μακριά απο τον τόπο μου...,ένοιωθα την βαθύτερη ανάγκη να αγγιχτώ με ανθρώπους να ζεσταθώ.
Έτσι,συντελέστηκε αυτή η ανεκτίμητη για μένα ανταλλαγή αισθημάτων και τρυφερότητας.
Δε ξαναπήγα όμως άλλη φορά στο Ελ Κονέχο.Μάλλον φοβήθηκα τον κακό μου εαυτό...
Δε ξέρω ποια είναι η μοίρα του Φρέντυ και των κοριτσιών του....Δε θέλω καν να υποψιαστώ..
Το ανθρώπινο υπαρξιακό δράμα είναι ένα ποτάμι...που 'πάντα ρει' και καταλήγει να ενώνεται με την απέραντη θάλλασα.Τι συμβολίζει η ΘΑΛΑΣΣΑ...μέσα μας, όλοι ξέρουμε...με βάση τη δική μας προσωπική αλήθεια...