Κάθουμαι και κοιτάζω έτσι ώρες πολλές. Ησυχία είναι μέσα μου, κι απ’ έξω η πλάση είναι ειρηνεμένη και βλογημένη. Η βουή του κόσμου σαν να’ ναι ψέμμα, ένας βραχνάς που έσβησε και χάθηκε... Έχε γεια, αδελφέ μου, που δεν ξέρω ποιος είσαι, κι ούτε κ’ εσύ θα μάθεις ποτές πως σε κοίταξε κάποιος από μακρυά, με τόση αγάπη, από μιαν έρημη ακρογιαλιά, δίχως να φαίνεται καθόλου... Φώτης Κόντογλου,'ευλογημένο καταφύγιο'.
Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2020
Παρασκευή 10 Ιουλίου 2020
Η ψυχή βλέπει μέσα από τα μάτια..
Βλέπεις σαν τον Χριστό. Δε μπορείς να δεις την ασχήμια, όχι γιατί δεν υπάρχει αλλά γιατί την μεταμορφώνεις σε φως.
Ποιος είναι αυτός που βλέπει; Μήπως το μάτι; Όχι. Η ψυχή βλέπει μέσα από τα μάτια. Γι’ αυτό ακόμη κι αν χαθούν τα μάτια δεν σταματάμε να βλέπουμε με άλλους τρόπους πολλές φορές ακόμη βαθύτερους.
Μου έλεγε μια κοπέλα τυφλή αλλά γεμάτη Χάρη Θεού, «Πάτερ μου έχασα το φως των ματιών μου και βρήκα το Φως του Χριστού. Είναι τόσο γλυκός και φωτεινός…». Μου τα έλεγε και γελούσε, χαιρόταν.
Ντράπηκα που εγώ είχα μάτια μα όχι την χαρά της.
Για ακόμη μια φορά κατάλαβα ότι οι μεγάλοι σταυροί φέρουν και μεγάλα χαρίσματα.
Την πήρα μια αγκαλιά και την ασπάσθηκα. Ευωδίαζε σαν ανοιξιάτικο λουλούδι.
Όπως εκείνα που ενώ δεν μιλάνε δε μπορείς να περάσεις διπλά τους δίχως να σκύψεις μπροστά στην ομορφιά τους.
Eπίσης:
Κυριακή του τυφλού
To 'εγώ' του ανθρώπου
"Το εγώ του ανθρώπου είναι τόσο υποχθόνιο, ώστε κρύβεται κάτω και από το πιο ιερό πράγμα…
Τι είναι ο άνθρωπος!
Πώς κρύβεται το εγώ μας!
Προς τον Χριστό πάει, με τον Χριστό μιλάει, αλλά τον εαυτό του κοιτάζει!"
Γέρων Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης
Επίσης:
Γέροντας Αιμιλιανός ο Σιμωνοπετρίτης + 9 Μαΐου 2019
Γέροντας Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης: Τι είναι η μοναξιά;
Τρίτη 7 Ιουλίου 2020
Μόνο ἕνα νά προσέξεις, μέ συμβούλεψε ὁ Ὅσιος Πορφύριος. Νά ξεκαθαρίζεις τίς σκέψεις σου...
Νά ξεκαθαρίζεις τίς σκέψεις σου, πού ἀπό τήν πολλή σου εὐαισθησία πιέζεσαι καί θλίβεσαι...
Νὰ τὶς διώχνεις, νὰ μὴν παραμένουν. Νὰ ἀγαπᾶς τοὺς πειρασμοὺς ποὺ ἔρχονται καὶ δὲν θὰ ταράζεσαι, οὔτε θὰ θλίβεσαι. Νὰ ἀγαπᾶς πολὺ ὅλους τοὺς ἀδελφοὺς τὸ ἴδιο. Νὰ ἀγαπᾶς πολὺ τὸν Γέροντα. Ἕνας Γέροντας, ἕνας Χριστός...
– Πῶς θὰ ἀγαπήσω τοὺς πειρασμοὺς καὶ τὶς δυσκολίες;
– Εἶναι μεγάλη ἱστορία αὐτή. Ἔχει τοὺς τρόπους της. Ἅμα μπεῖ ὁ Χριστὸς στὴν καρδιά, τὴ γεμίζει μὲ τὴν ἀγάπη Του. Τότε δὲν ὑπάρχει “μὴ τοῦτο, μὴ ἐκεῖνο, μή, μή…”. Μόνο ἀγάπη… Πάνω ἀπ’ ὅλα ἡ Ἀγάπη.
Τὰ μὴ ἦσαν πρὸ Χριστοῦ. Τὰ κατήργησε ὁ Χριστός. Ἔφερε τὴν Ἀγάπη. Παράδεισος εἶναι ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὑπακοή, ἡ ταπείνωση.
Νὰ εὐχαριστεῖς τὸν Θεὸ γιὰ τὸν πειρασμό σου...
Καὶ κάποιος ἄλλος ποὺ εἶχε πρόβλημα ἀρκετὰ σοβαρὸ καὶ πῆγε καὶ τὸ εἶπε στὸν Ὅσιο Πορφύριο, τοῦ λέει, ἀφοῦ ἦταν ἀνθρωπίνως ἄλυτο: “Ἄκου, παιδί μου, σοῦ ἐμπιστεύθηκε ὁ Θεὸς ἕνα μικρὸ πειρασμό, μιὰ μικρὴ δυσκολία, ἕνα προβληματάκι…
Κι ἐσύ ἀντί νά χαρεῖς γι’ αὐτό πού σοῦ ἐμπιστεύτηκε, κάθεσαι καί στενοχωριέσαι;
Πές, “Χριστέ μου, νὰ εἶναι εὐλογημένο!
Ἀφοῦ ἐπέλεξες ἐσὺ αὐτό, ἢ ἡ ἀδυναμία μου ὅρισε αὐτὸ καὶ ἐσὺ τὸ ἀνέχεσαι, νὰ εἶναι εὐλογημένο. Καὶ εὐχαριστῶ, Θεέ μου”.
Ξεχνᾶμε νὰ λέμε εὐχαριστῶ... και στὴν θλίψη, καὶ στὸν πόνο...
''Άμα μπει ο Χριστός στην καρδιά...''
Ἀπὸ τὸ βιβλίο “Ἀνθολόγιο Συμβουλῶν Γέροντος Πορφυρίου“, σσ. 207-208
Επίσης:
τὸ κοινωνικὸ ἀντίκρισμα τῆς θεωρίας τῶν ὄντων
Μαρία Πασσαλῆ- Πορεία πλεύσης |
από ΑΔΡΑΧΤΙ
Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Λόγος παραινετικὸς ἐν εἰδει ἐπιστολῆς πρὸς τὸν δοῦλον τοῦ Θεοῦ κύριον Γεώργιον, τὸν πανεύφημον Ἔπαρχον Ἀφρικῆς
επίσης:
Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής
Πέμπτη 2 Ιουλίου 2020
Αγ.Ιωάννης Μαξίμοβιτς
“Πείτε στόν κόσμο:
Παρόλο πού έχω πεθάνει,είμαι άκόμα ζωντανός..!”
Άγιος Ιωάννης Μαξίμοβιτς (+19 Ιουνίου/2 Ιουλίου 1966)
από Τρελογιάννη,
δεν είναι απλά “ορθότητα”
ή “τιμιότητα”,
για την οποία οι “ηθικοί”
πρόκειται να “ανταμειφθούν”
στην Ουράνια Βασιλεία του Θεού.
Είναι εκείνο το ύψος,
κατά το οποίο
οι άνθρωποι είναι πλημμυρισμένοι
με τη Χάρη του Θεού,
η οποία διοχετεύεται από αυτούς
προς όλους όσους τους συναναστρέφονται.
Η αγιότητα των αγίων,
προέρχεται από τη δική τους
άμεση και συνεχή θεωρία της δόξας του Θεού.
Οι άγιοι είναι, επίσης, γεμάτοι
από την αγάπη για τον πλησίον·
η οποία αγάπη,
προέρχεται από την αγάπη
που έχουν αυτοί προς τον Θεό
και γι’ αυτό ανταποκρίνονται
σε κάθε ανθρώπινη ανάγκη.
Και σε κάθε ανθρώπινο αίτημα
του πλησίον τους,
οι άγιοι ενεργούν σαν διαμεσολαβητές
και σαν πρεσβευτές ενώπιον του Θεού».
~ Άγιος Ιωάννης Μαξίμοβιτς
Η μνήμη του τιμάται 2 Ιουλίου
Άγιος Πορφύριος Καυσοκαλυβιτης – Έτσι λειτουργεί το θαύμα του Θεού μέσα σε τέτοιες ψυχές, που λέμε «πεταμένες»
Κάτι τέτοιοι γίνονται άγιοι και πολλές φορές εμείς τους κατηγορούμε. Θυμηθείτε τον απόστολο Παύλο τι λέγει: «Ου δε επλεόνασεν η αμαρτία, υπερεπερίσσευσεν η χάρις». Όταν το θυμάστε αυτό, θα αισθάνεσθε ότι αυτοί είναι πιο άξιοι κι από σας κι από μένα. Τους βλέπομε αδύνατους, αλλά όταν ανοίξουνε στον Θεό, γίνονται πλέον όλο αγάπη κι όλο θείο έρωτα.
Ενώ είχανε συνηθίσει αλλιώς, τη δύναμη της ψυχής τους τη δίδουν μετά όλη στον Χριστό και γίνονται φωτιά από αγάπη Χριστού. Έτσι λειτουργεί το θαύμα του Θεού μέσα σε τέτοιες ψυχές, που λέμε «πεταμένες».
Τετάρτη 1 Ιουλίου 2020
Φώτης Κόντογλου: Αγαλλίαση της ψυχής και της καρδιάς
από Άρδην-Ρήξη
Το καλοκαίρι του 1954 είναι το πρώτο που περνά ο Κόντογλου ξανά μέσα στο σπίτι του στη συνοικία Κυπριάδου, που είχε αναγκαστεί να το πουλήσει στην Κατοχή και να περιπλανηθεί από εδώ κι από εκεί ώσπου να καταλήξει στην «φάτνη των αυτοκινήτων», στο γκαράζ της οδού Γαβριηλίδου. Αν και ποτέ του δεν παραπονέθηκε γι αυτό – ίσα ίσα που στα κείμενα του ευχαριστεί το Θεό που βρήκε μια στέγη για να βάλει την οικογένειά του- η επιστροφή στο σπίτι του τον γεμίζει με μια ρομαντική διάθεση, που φαίνεται στο κείμενο που ακολουθεί, μαζί όμως και με μια αδιόρατη πίκρα.
Του ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
Το φετινό καλοκαίρι είναι ακατάστατο. Μα και οι λίγες μέρες που είναι καλοκαιρινές γεμίζουνε την ψυχή μας από κάποια αγαλλίαση που δεν την δίνει ποτέ ο χειμώνας. Η πλάση ημερεύει, τ’ άγρια τα βουνά δε φοβερίζουνε πια τον άνθρωπο, ούτε τα θυμωμένα σύννεφα, που στοιβιάζονται βαρειά το χειμώνα και γεμίζουνε τα θόλο του ουρανού. Το φως είναι καθαρό. Το πρωί σηκώνεσαι από τον ύπνο και γελά ο κόσμος του Θεού. Η μέρα είναι έμορφη σαν τον καλόν τον άνθρωπο. Οι αγέρηδες είναι αλαφροί κα χαροποιοί, ακόμη κι ο γέρο Βοριάς είναι τώρα σα παλληκαρόπουλο. Αντί να βγάζει εκείνα τα φοβερά μουγκρίσματα, σφυρίζει γλυκά στα κλαδιά των δέντρων και στα ξάρτια των καραβιών.
Όλα είναι ειρηνεμένα κι αναπαυμένα. Τα ζώα κι οι άνθρωποι ξαπλώνονται στον ίσκιο από κάτω από τα δέντρα ξέγνοιαστοι και κοιμούνται. Άλλοι πάλι κουβεντιάζουνε ως να τους πάρει ο ύπνος. Τη νύχτα τα παράθυρα των σπιτιών είναι ανοιχτά κι ο κόσμος κάθεται ως τα μεσάνυχτα στις βεράντες, στις αυλές, στις ταράτσες. Ακούγονται από παντού φωνές χαρούμενες. Φωνάζουνε και τα ζώα που κοιμούνται έξω στον ανοιχτόν αγέρα, ενώ το χειμώνα δεν ακούγεται τίποτα, γιατί είναι κλεισμένα. Ακούς τα πετεινάρια την αυγή, το γάιδαρο τη νύχτα. Α! Πόσο τις αγαπώ αυτές τις φωνές. Τη μέρα με το λιοπύρι τα τζιτζίκια τραγουδάνε απάνω στα δέντρα, αχολογά ο αγέρας σα να βγαίνει μια πυρκαγιά από φωνές, ενώ φλογίζονται γη κι αγέρας λες και βράζει κανένα λεβέτι. Το βράδυ σα σκοτεινιάσει και συντεφίζει ακόμη ο ουρανός κατά το βασίλεμα και στέκεται σα δροσοσταλίδα ο αποσπερίτης απάνω στο χάος του ουρανού αρχίζει το τραγούδι του ένας μοναχικός μουσικός – ο γρύλος. Ενώ τα τζιτζίκια κάνουνε βουερή την καυτερή μέρα, ο γρύλος με το τρεμουλιαστό τρίξιμό του δεν κόβει την ησυχία της νύχτας, μα κάνει να τη νιώθεις πιο πολύ. Ω γρύλε, βλογημένο μαμούνι, που κρύβεσαι ντροπαλό, που ποτέ δε σε βλέπει μάτι σαν τραγουδάς. Θαρρεί κανείς πως ακούγει μιαν αγγελική φωνή από τον άλλο κόσμο. Μπροστά στο δικό σου το απλό, το λεπτό και μυστηριώδες τρίξιμο είναι, θαρρώ, χοντροειδείς βρόντοι και σαματάδες οι μουσικές που φτιάξανε οι άνθρωποι με την επιστήμη τους και με χίλιων λογιών όργανα.
Σ’ ακούω τη ώρα που κοιτάζω τ’ άστρα που κρέμονται από πάνω μου, τον Ιορδάνη Ποταμό (Γαλαξία), το πολυκάντηλο της Πούλιας, τις Πήχες και τα’ άλλα τα αμέτρητα τα άστρα. Η ματιά μου φτάνει κουρασμένα ως τα βάθη του ουρανού, ως τα φωταράκια που σβήνουνε πια μέσα στον άπατο ωκεανό του παντός και μου φαίνεται σα να φεύγω από τούτον τον κόσμο και να πηγαίνω στον άλλον. Σ’ όλο τούτο το ταξίδι ακούγω το τρεμουλιαστό τραγούδι σου και θαρρώ πως έρχεται από κείνες τις μυστηριώδεις άκρες της αιωνιότητας. Σε λίγο βγαίνει τι φεγγάρι και ρίχνει το υδραργυρένιο το φως απάνω στη γή. Κι εγώ ρίχνω απάνω του την ματιά μου και ταξιδεύω μαζί του. Κι εκεί που ταξιδεύω ακούγω το τραγούδι σου που είναι λεπτό σαν την κλωστή της αράχνης και θαρρώ πως βγαίνει από το μισάνοιχτο στόμα της Σελήνης. Το φεγγάρι που αργοταξιδεύει στον ουρανό κι εσύ που κάνεις τρι τρι χωρίς να κουραστείς, νομίζει κανένας πως μετράτε την αιωνιότητα. Καμιά φορά ακούγεται μαζί σου κι η ξαδέρφη σου η τριξαλίδα, που τραγουδά κι εκείνη σεμνά και ντροπαλά μέσα στην ησυχία της νύχτας. Μα το δικό σου τραγούδι είναι το πιο απαλό χάδι που ρίχνει σε ρεμβασμό την ψυχή μας. Όποιος δεν ξέρει πως είσαι ένα μαμούνι, μια ακρίδα θα ‘λεγε πως είσαι ένα πουλάκι με χρυσά φτερά, ή ένα αγγελάκι.
Σαν ξημερώσει ο Θεός τη μέρα και πυρώσει ο αγέρας από τον ήλιο, πλήθος ζούζουλα πετούμενα και περπατάμενα στο χώμα παρουσιάζονται. Μελίσσια, πεταλούδες λογιών λογιών, μύγες, μπούρμπουλοι, χρυσοβασιλιάδες, βουίζουν γύρω γύρω στα λουλουδισμένα αγιοκλήματα, στις αγριοτριανταφυλλιές, στις ακακίες, στις μουριές, όπου είναι πρασινάδα.
Κατά τα’ απόγεμα παίρνει ο μπάτης δροσερός από το πέλαγος και ζωογονεί την πλάση. Πέρα φαίνονται οι κάβοι γαλανοί. Η θάλασσα γλυκοκυματίζει και σιγοβουίζει. Τα πανιά της βάρκας φουσκώνουνε σαν τα μάγουλα τ’ αθώου του παιδιού κι ισκιώνουνε το βαρκάρη που κάθεται στην πρύμη κα βαστά το τιμόνι. Ίσκιος γλυκός κα μαυρογάλαζος, σα λουλάκι πέφτει μέσα στα δροσερά νερά από τα πανιά κι από τα άλμπουρα. Στις ακροθαλασσιές κολυμπά ο κόσμος. Βάρκες, καΐκια διασταυρώνουνται στ’ ανοιχτά. Τραγούδια ακούγονται σα να βγαίνουνε από τα κύματα. Γλάροι κι άλλα θαλασσοπούλια πετάνε σα να ‘ναι πλεούμενα που ταξιδεύουνε στη ατμόσφαιρα. Η μοσχοβολιά της άρμης φτάνει ως απάνω στα βουνά. Τ’ αγεράκι σφυρίζει γλυκά. Από πάνω από αυτή τη γιορτή της πλάσης ταξιδεύουνε αργά μέσα στον καταγάλανο ουρανό κάτι μικρά άσπρα σύννεφα σαν τουλούπες από μαλακό χνούδι. Περνάνε ψηλά πάνω από τα κεφάλια μας και πάνε χαρούμενα σε καιρό που φανερώνονται άλλα, από πέρα μακριά. Σα μικρές φουσκαλίδες κι έρχονται αργά κατά δώθε.
Όλα αυτά τα βλέπω μεσ’ από το παράθυρο, ξαπλωμένος μακάριος. Δε θέλω ούτε φαγί, ούτε πιοτό. Ο αγέρας με μεθά. Φουσκώνει και ξεφουσκώνει τις ψιλές κουρτίνες, ώρες ώρες τις κλώθει με χάρη σα να χορεύει μαζί τους. Ανεμίζονται ψηλά, σπαρταρούνε με αγαλλίαση κι ύστερα ξαναπέφτουνε απαλά κι ολοένα παίζουνε, φτερουγίζουνε σαν άρμενα, σα σημαίες και πάλι μαζεύονται λες κι είναι ζωντανές. Ω! Οι κουρτίνες που παίζουνε στο παράθυρο είναι από τις πιο δροσερές αναμνήσεις που μας αφήνει το καλοκαίρι. Και στο πιο θλιβερό σπίτι δίνουνε χαρά, σαν το παιχνίδι ενός μικρού παιδιού.
Το έργο λέγεται “Αστέρι Υμηττού”, Υδατόχρωμα σε χαρτί, 18,5 Χ 24 εκ, 1948. Με ιδιόχειρη αφιέρωση στο γαμπρό του Γιάννη Μαρτίνο.
(Άρθρο στην ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ – 27 Ιουνίου 1954)
Επίσης:
Κατ' οίκον...Κυρ' Φώτης, κυρ' Νίκος και Παπάζογλου antivirus!
Άγιοι Ραφαήλ Νικόλαος και Ειρήνη
Του ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
Το φετινό καλοκαίρι είναι ακατάστατο. Μα και οι λίγες μέρες που είναι καλοκαιρινές γεμίζουνε την ψυχή μας από κάποια αγαλλίαση που δεν την δίνει ποτέ ο χειμώνας. Η πλάση ημερεύει, τ’ άγρια τα βουνά δε φοβερίζουνε πια τον άνθρωπο, ούτε τα θυμωμένα σύννεφα, που στοιβιάζονται βαρειά το χειμώνα και γεμίζουνε τα θόλο του ουρανού. Το φως είναι καθαρό. Το πρωί σηκώνεσαι από τον ύπνο και γελά ο κόσμος του Θεού. Η μέρα είναι έμορφη σαν τον καλόν τον άνθρωπο. Οι αγέρηδες είναι αλαφροί κα χαροποιοί, ακόμη κι ο γέρο Βοριάς είναι τώρα σα παλληκαρόπουλο. Αντί να βγάζει εκείνα τα φοβερά μουγκρίσματα, σφυρίζει γλυκά στα κλαδιά των δέντρων και στα ξάρτια των καραβιών.
Όλα είναι ειρηνεμένα κι αναπαυμένα. Τα ζώα κι οι άνθρωποι ξαπλώνονται στον ίσκιο από κάτω από τα δέντρα ξέγνοιαστοι και κοιμούνται. Άλλοι πάλι κουβεντιάζουνε ως να τους πάρει ο ύπνος. Τη νύχτα τα παράθυρα των σπιτιών είναι ανοιχτά κι ο κόσμος κάθεται ως τα μεσάνυχτα στις βεράντες, στις αυλές, στις ταράτσες. Ακούγονται από παντού φωνές χαρούμενες. Φωνάζουνε και τα ζώα που κοιμούνται έξω στον ανοιχτόν αγέρα, ενώ το χειμώνα δεν ακούγεται τίποτα, γιατί είναι κλεισμένα. Ακούς τα πετεινάρια την αυγή, το γάιδαρο τη νύχτα. Α! Πόσο τις αγαπώ αυτές τις φωνές. Τη μέρα με το λιοπύρι τα τζιτζίκια τραγουδάνε απάνω στα δέντρα, αχολογά ο αγέρας σα να βγαίνει μια πυρκαγιά από φωνές, ενώ φλογίζονται γη κι αγέρας λες και βράζει κανένα λεβέτι. Το βράδυ σα σκοτεινιάσει και συντεφίζει ακόμη ο ουρανός κατά το βασίλεμα και στέκεται σα δροσοσταλίδα ο αποσπερίτης απάνω στο χάος του ουρανού αρχίζει το τραγούδι του ένας μοναχικός μουσικός – ο γρύλος. Ενώ τα τζιτζίκια κάνουνε βουερή την καυτερή μέρα, ο γρύλος με το τρεμουλιαστό τρίξιμό του δεν κόβει την ησυχία της νύχτας, μα κάνει να τη νιώθεις πιο πολύ. Ω γρύλε, βλογημένο μαμούνι, που κρύβεσαι ντροπαλό, που ποτέ δε σε βλέπει μάτι σαν τραγουδάς. Θαρρεί κανείς πως ακούγει μιαν αγγελική φωνή από τον άλλο κόσμο. Μπροστά στο δικό σου το απλό, το λεπτό και μυστηριώδες τρίξιμο είναι, θαρρώ, χοντροειδείς βρόντοι και σαματάδες οι μουσικές που φτιάξανε οι άνθρωποι με την επιστήμη τους και με χίλιων λογιών όργανα.
Σ’ ακούω τη ώρα που κοιτάζω τ’ άστρα που κρέμονται από πάνω μου, τον Ιορδάνη Ποταμό (Γαλαξία), το πολυκάντηλο της Πούλιας, τις Πήχες και τα’ άλλα τα αμέτρητα τα άστρα. Η ματιά μου φτάνει κουρασμένα ως τα βάθη του ουρανού, ως τα φωταράκια που σβήνουνε πια μέσα στον άπατο ωκεανό του παντός και μου φαίνεται σα να φεύγω από τούτον τον κόσμο και να πηγαίνω στον άλλον. Σ’ όλο τούτο το ταξίδι ακούγω το τρεμουλιαστό τραγούδι σου και θαρρώ πως έρχεται από κείνες τις μυστηριώδεις άκρες της αιωνιότητας. Σε λίγο βγαίνει τι φεγγάρι και ρίχνει το υδραργυρένιο το φως απάνω στη γή. Κι εγώ ρίχνω απάνω του την ματιά μου και ταξιδεύω μαζί του. Κι εκεί που ταξιδεύω ακούγω το τραγούδι σου που είναι λεπτό σαν την κλωστή της αράχνης και θαρρώ πως βγαίνει από το μισάνοιχτο στόμα της Σελήνης. Το φεγγάρι που αργοταξιδεύει στον ουρανό κι εσύ που κάνεις τρι τρι χωρίς να κουραστείς, νομίζει κανένας πως μετράτε την αιωνιότητα. Καμιά φορά ακούγεται μαζί σου κι η ξαδέρφη σου η τριξαλίδα, που τραγουδά κι εκείνη σεμνά και ντροπαλά μέσα στην ησυχία της νύχτας. Μα το δικό σου τραγούδι είναι το πιο απαλό χάδι που ρίχνει σε ρεμβασμό την ψυχή μας. Όποιος δεν ξέρει πως είσαι ένα μαμούνι, μια ακρίδα θα ‘λεγε πως είσαι ένα πουλάκι με χρυσά φτερά, ή ένα αγγελάκι.
Σαν ξημερώσει ο Θεός τη μέρα και πυρώσει ο αγέρας από τον ήλιο, πλήθος ζούζουλα πετούμενα και περπατάμενα στο χώμα παρουσιάζονται. Μελίσσια, πεταλούδες λογιών λογιών, μύγες, μπούρμπουλοι, χρυσοβασιλιάδες, βουίζουν γύρω γύρω στα λουλουδισμένα αγιοκλήματα, στις αγριοτριανταφυλλιές, στις ακακίες, στις μουριές, όπου είναι πρασινάδα.
Κατά τα’ απόγεμα παίρνει ο μπάτης δροσερός από το πέλαγος και ζωογονεί την πλάση. Πέρα φαίνονται οι κάβοι γαλανοί. Η θάλασσα γλυκοκυματίζει και σιγοβουίζει. Τα πανιά της βάρκας φουσκώνουνε σαν τα μάγουλα τ’ αθώου του παιδιού κι ισκιώνουνε το βαρκάρη που κάθεται στην πρύμη κα βαστά το τιμόνι. Ίσκιος γλυκός κα μαυρογάλαζος, σα λουλάκι πέφτει μέσα στα δροσερά νερά από τα πανιά κι από τα άλμπουρα. Στις ακροθαλασσιές κολυμπά ο κόσμος. Βάρκες, καΐκια διασταυρώνουνται στ’ ανοιχτά. Τραγούδια ακούγονται σα να βγαίνουνε από τα κύματα. Γλάροι κι άλλα θαλασσοπούλια πετάνε σα να ‘ναι πλεούμενα που ταξιδεύουνε στη ατμόσφαιρα. Η μοσχοβολιά της άρμης φτάνει ως απάνω στα βουνά. Τ’ αγεράκι σφυρίζει γλυκά. Από πάνω από αυτή τη γιορτή της πλάσης ταξιδεύουνε αργά μέσα στον καταγάλανο ουρανό κάτι μικρά άσπρα σύννεφα σαν τουλούπες από μαλακό χνούδι. Περνάνε ψηλά πάνω από τα κεφάλια μας και πάνε χαρούμενα σε καιρό που φανερώνονται άλλα, από πέρα μακριά. Σα μικρές φουσκαλίδες κι έρχονται αργά κατά δώθε.
Όλα αυτά τα βλέπω μεσ’ από το παράθυρο, ξαπλωμένος μακάριος. Δε θέλω ούτε φαγί, ούτε πιοτό. Ο αγέρας με μεθά. Φουσκώνει και ξεφουσκώνει τις ψιλές κουρτίνες, ώρες ώρες τις κλώθει με χάρη σα να χορεύει μαζί τους. Ανεμίζονται ψηλά, σπαρταρούνε με αγαλλίαση κι ύστερα ξαναπέφτουνε απαλά κι ολοένα παίζουνε, φτερουγίζουνε σαν άρμενα, σα σημαίες και πάλι μαζεύονται λες κι είναι ζωντανές. Ω! Οι κουρτίνες που παίζουνε στο παράθυρο είναι από τις πιο δροσερές αναμνήσεις που μας αφήνει το καλοκαίρι. Και στο πιο θλιβερό σπίτι δίνουνε χαρά, σαν το παιχνίδι ενός μικρού παιδιού.
Το έργο λέγεται “Αστέρι Υμηττού”, Υδατόχρωμα σε χαρτί, 18,5 Χ 24 εκ, 1948. Με ιδιόχειρη αφιέρωση στο γαμπρό του Γιάννη Μαρτίνο.
(Άρθρο στην ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ – 27 Ιουνίου 1954)
Επίσης:
Κατ' οίκον...Κυρ' Φώτης, κυρ' Νίκος και Παπάζογλου antivirus!
Άγιοι Ραφαήλ Νικόλαος και Ειρήνη
Ο λόγος του Απόστολου Παύλου για την αγάπη (Κορ. Α΄13, 1-13)
Αλέξανδρος Κοσματόπουλος(Αντϊφωνο)
«Εάν μιλώ τις γλώσσες των ανθρώπων και των αγγέλων, και δεν έχω αγάπη, έγινα χαλκός που βγάζει ήχους ή κύμβαλο που αλαλάζει. Και αν έχω χάρισμα προφητείας και γνωρίζω όλα τα μυστήρια και όλη τη γνώση, και αν έχω όλη την πίστη ώστε να μεταθέτω βουνά, και δεν έχω αγάπη, δεν είμαι τίποτα. Και αν μοιράσω σε ελεημοσύνες όλα μου τα υπάρχοντα, και αν παραδώσω το σώμα μου για να καεί, και δεν έχω αγάπη, σε τίποτα δεν ωφελούμαι. Η αγάπη υπομένει τα σφάλματα και τις αδικίες χωρίς οργή, είναι γεμάτη με πραότητα και καλοσύνη, η αγάπη δεν ζηλοφθονεί, η αγάπη δεν καυχιέται, δεν είναι υπερήφανη, δεν ασχημονεί, δεν αποζητά το συμφέρον της, δεν ερεθίζεται, δεν λογαριάζει το κακό, δεν χαίρεται με την αδικία, αλλά συγχαίρει ό,τι είναι αληθινό. Όλα τα ανέχεται, σε όλα δείχνει εμπιστοσύνη, για όλα ελπίζει, τα πάντα υπομένει. Η αγάπη ποτέ δεν θα πάψει να υπάρχει. Οι προφητείες κάποτε θα πάψουν να υπάρχουν, οι γλώσσες θα παύσουν να μιλιούνται, και η γνώση θα καταργηθεί. Γιατί εν μέρει γνωρίζουμε και εν μέρει προφητεύουμε. Όμως όταν έρθει το τέλειο, τότε το μερικό θα καταργηθεί. Όταν ήμουν νήπιο, μιλούσα σαν νήπιο, είχα φρόνημα νηπίου, σκεφτόμουν σαν νήπιο. Όταν έγινα άνδρας κατάργησα τα του νηπίου. Τώρα βλέπουμε σαν σε καθρέφτη αμυδρά, τότε όμως θα βλέπουμε πρόσωπο προς πρόσωπο. Τώρα γνωρίζω εκ μέρους, αλλά τότε θα έχω πλήρη γνώση, όπως είναι και η γνώση του Θεού για μένα. Αυτά λοιπόν τα τρία μένουν: πίστη, ελπίδα, αγάπη∙ μεγαλύτερη δε αυτών είναι η αγάπη».
Ο λόγος του Παύλου περί της αγάπης έρχεται να σκεπάσει όλες τις διαφορές μεταξύ των μελών της εκκλησίας, να εξομαλύνει όλες τις κοινωνικές ή άλλες ανισότητες, οι οποίες μπροστά στη δύναμή της εξαλείφονται. Είναι η θεϊκή αγάπη που ταιριάζει στα τέκνα του ουρανίου Πατρός, και αυτή η αγάπη δεν ηττάται ποτέ. Όπου υπάρχει ανακαινίζει τα πάντα, και η ζωή των ανθρώπων καθίσταται γόνιμη και γεμάτη νόημα. Η θεία αγάπη υπερβαίνει τη ματαιότητα που διέπει τα ανθρώπινα. Ουδείς μπορεί να προβάλλει ενώπιον αυτής της αγάπης την επιθυμία του ως ύψιστη ανάγκη ή ως ύψιστη αξία, οποιοδήποτε περιεχόμενο κι αν δίνει στην επιθυμία απ’ την οποία κατέχεται. Η αγάπη, όπως διατυπώνεται από τον Παύλο, είναι πολύ πιο προσωπική από την φιλανθρωπία και πολύ πιο ευρεία από μια συναισθηματική έλξη. Εδώ ολόκληρος ο εαυτός, ατεμάχιστος, δίνεται και πάσχει. Μια διάχυση του «εγώ» που δεν γνωρίζει φραγμό, μήτε μπορεί να οριοθετηθεί. Και τούτο χωρίς να χάνεται η αίσθηση που διακρίνει τον έναν άνθρωπο από τον άλλον. Το πραγματικό υποκείμενο, σε έναν κόσμο όπου οι εκφάνσεις της ζωής μέσω της εικόνας και της πληροφορίας έχουν αντικειμενοποιηθεί, αγαπά τους πάντες και παραμένει αποσπασμένος απ’ όλους. Είναι αδύνατον να καταλάβουμε σε ποια βάθη συντελείται η μεταμόρφωση του ανθρώπου. Στα πέρατα του εαυτού μας δεν υπάρχουν κανόνες, δεν υπάρχουν στηρίγματα, δεν υπάρχουν βοήθειες και συνταγές σωτηρίας. «Περνάς από τη σκότωση για να αλλάξεις πολιτεία», λέγει ο αββάς Ισαάκ ο Σύρος.
Η βία του κόσμου, δίχως το έσοπτρον του πνεύματος, είναι αδύνατο να φανερώσει το σκοτεινό της πρόσωπο και την καταγωγή της. Για να ανατραπούν τα είδωλα χρειάζεται κρυστάλλινη καθαρότητα που τίποτα να μη την σκιάζει, για να πεις αινιγματικά: Εν μέρει γνωρίζομεν και εν μέρει προφητεύομεν. Μπροστά στο ξερίζωμα κάθε ανθρώπινης διάστασης, στη βοή και στο σάλεμα των θεμελίων, μένει κανείς αποσβολωμένος και ακούει αυτό που άκουσε ο προφήτης από το στόμα του Θεού: «Θα σαλέψω γη και ουρανό για να μείνει αυτό που δεν σαλεύεται».
Η αγάπη υπερβαίνει τα θαύματα, τις προφητείες, τη γνώση, την πίστη, τις γλώσσες ανθρώπων και αγγέλων. Ο ύμνος του Παύλου για την αγάπη δίνει περιεχόμενο στη ρήση του Ιωάννη του ευαγγελιστή, Ο Θεός αγάπη εστίν (Α΄ Επιστ. 4, 8). Στεφανώνει ολόκληρη τη διδασκαλία του αποστόλου, καθώς προσφέρει λύσεις από μόνη της σε όλα όσα απασχολούν τον άνθρωπο, όχι μόνο στην εποχή του Παύλου, αλλά σε όλες τις εποχές. Η αγάπη δεν προσκρούει σε κανένα εμπόδιο, και τίποτε δεν μπορεί να την καταβάλει, διότι χωρά τα πάντα και ανέχεται τα πάντα, χωρίς να εκμηδενίζεται. Χωράει τον άνθρωπο με όλη την φαυλότητα και την αδυναμία του. Η ελευθερία τούτης της αγάπης δεν έχει όρια. Αγάπη σημαίνει ελευθερία. Ελευθερία απέναντι στο κακό, διότι δεν το λογαριάζει. Ελευθερία απέναντι στο φθόνο και στο μίσος, γιατί δεν αγγίζεται απ’ αυτά. Ελευθερία απέναντι στην εξουσία της ισχύος, γιατί δεν προσβάλλεται, μήτε εξουσιάζεται, μήτε ποδηγετείται από καμιά εξουσία. Γιατί υπερβαίνει την τραγικότητα της ύπαρξης παραμένοντας πλήρης και αλώβητη. Η αγάπη είναι η μεγαλύτερη δύναμη που υπάρχει στον κόσμο, γιατί απηχεί την αιωνιότητα. Η δύναμη που νικά είναι η δύναμη της συμπάσχουσας αγάπης, και είναι μια νίκη που δεν αναιρεί αλλά ολοκληρώνει την ανθρώπινη ελευθερία.
Ποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι συμμετέχει σ’ αυτή την αγάπη;
Η συμμετοχή του ανθρώπου σε τούτη την αγάπη, στον αγώνα που κάνει για να μετέχει σ’ αυτήν, αποτελεί και το μέτρο της κατά Χριστόν ζωής. Για να αποκαθάρουμε την καρδιά μας από τον κυκεώνα των επιθυμιών και των παθών που οι επιθυμίες συνδαυλίζουν, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε άλλο απ’ το να προσπαθούμε να παραμείνουμε στην προσευχή που συμβάλλει στην γέννηση της αγάπης εντός μας. Μένοντας στην προσπάθεια της προσευχής, υπερβαίνοντας τη ματαιότητα της καθημερινής ζωής που δεν οδηγεί παρά σε συγκρούσεις και διαψεύσεις, απωθώντας τις ευτελείς σκέψεις και τις μάταιες μέριμνες, εμπνευσμένοι από μια νέα ελπίδα, φτάνουμε στο σημείο να αποτελεί η αγάπη τη θεμελιώδη επιθυμία της καρδιάς μας. Τότε καταλαβαίνουμε ότι η πνευματική εξουσία έγκειται στην κένωση του εαυτού, ώστε να φανερωθεί ο καινός εαυτός, ο προορισμένος να διαιωνίσει την αγάπη του Θεού προς τα πλάσματά του. O Θεός είναι αγάπη, και η θεία αγάπη είναι αμετάβλητη και ανεξάντλητη. Η αγάπη του Θεού βρίσκεται παντού και αγκαλιάζει τα πάντα.
«Ο Θεός διά τον πόθον της κτίσεως παρέδωκε τον Υιόν αυτού εις θάνατον διά Σταυρού…, ουχ’ ότι ουκ ηδύνατο εν άλλω πράγματι λυτρώσασθαι ημάς, αλλά την αγάπην αυτού την υπερβάλλουσαν εν τούτω μάλιστα ευρέθη διδάσκων ημάς, και εν τω θανάτω του μονογενούς Υιού αυτού προσήγγισεν ημάς προς εαυτόν. Και ει είχεν τιμιώτερον αυτού, έδωκεν άν ημίν, όπως εν αυτώ ευρεθή το γένος ημών. και διά την αγάπην αυτού την πολλήν ουκ ηυδόκησε την ελευθερίαν ημών βιάσασθαι, καν δυνατός η ποιήσαι, αλλ’ ίνα τη αγάπη του φρονήματος ημών πλησιάσωμεν αυτώ».* (Ο Θεός από ένθερμη αγάπη για την κτίση παρέδωσε τον Υιό του στο θάνατο επάνω στο σταυρό…, και τούτο όχι γιατί δεν μπορούσε να μας λυτρώσει με κάποιον άλλο τρόπο, αλλά για να γίνει δάσκαλός μας η ασύγκριτη αγάπη του. Και με τον θάνατο του μονογενούς του Υιού μάς έφερε κοντά του. Αν είχε μάλιστα κάτι πιο πολύτιμο, θα μας το είχε προσφέρει, ώστε το γένος μας να γίνει δικό του. Και από την πολλή αγάπη του δεν θέλησε να βιάσει την ελευθερία μας, αν και θα μπορούσε να το κάνει, αλλά για να τον πλησιάσουμε με την αγάπη που θα γεννιόταν απ’ το δικό μας φρόνημα).
Η αγάπη δεν επιβάλλεται, μήτε διδάσκεται. Αγάπη στανική δεν υπάρχει. Η αγάπη εμπνέει με το παράδειγμά της, όπως έκανε ο Χριστός με την ενανθρώπησή του, και έδωσε το παράδειγμα υπέρβασης της πεπτωκυίας φύσεώς μας. Από την σύλληψή του στην γαστέρα της Αειπαρθένου Μαρίας, μέχρι την Ανάληψή του, μας παραδειγματίζει για να αφήσουμε πίσω τον παλαιό εαυτό μας και να γίνουμε Υιοί Φωτός.
Προδημοσίευση από το βιβλίο «Λύτρον λύπης, Ο Απόστολος Παύλος και οι Επιστολές του», του Αλέξανδρου Κοσματόπουλου, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αθανάσιος Αλτιντζής. Το εξώφυλλο του βιβλίου κοσμεί έργο της εικαστικού Όλγας Σταυρίδου.
* Αββά Ισαάκ του Σύρου, Λόγοι Ασκητικοί, Λόγος ΞΒ΄, εκδ. Μαρκ. Πιράρ, Ι.Μ.Ιβήρων.
Η μετάνοια δεν είναι ενοχή....
Οποιαδήποτε μορφή μετάνοιας που έχει μέσα της ενοχή και απόγνωση, δεν είναι κατά Θεό. Η μετάνοια που κινείται από το Πνεύμα του Θεού έχει επίγνωση της καταστάσεως στην οποία βρισκόμαστε αλλά δεν οδηγεί στην απογοήτευση. Διότι το ίδιο Πνεύμα που σε οδηγεί στην μετάνοια το ίδιο σου αποκαλύπτει ότι ο Θεός σε αγαπάει πολύ. Ότι καμία αμαρτία δεν μπορεί να είναι τόσο μεγάλη ώστε να επισκιάσει το αμέτρητο έλεος του Θεού.
Οπότε ο Θεός δεν έχει ανάγκη από την απογοήτευση ή το αυτομαστίγωμα του εαυτού σου ώστε να φανερώσει το έλεος Του. Δεν τον συγκινεί εάν βρίζεις και κακολογείς τον εαυτό σου. Γνωρίζει καλά ότι αυτά τα κάνει ο πληγωμένος εγωισμός σου και όχι η αληθινή διάθεση για αλλαγή και μεταμόρφωση. Απλά δεν αντέχεις να βλέπεις την βιτρίνα σου σπασμένη και την εικόνα σου κουρελιασμένη. Αυτό σε κάνει να κλαις και να χτυπιέσαι. Ποιο δηλαδή; Ότι δεν είσαι αυτό που πίστευες και φαντασιωνόσουν.
Ας ακούσουμε τον Άγιο Ιωάννη της Κλίμακος που μας λέει ότι «τίποτε δεν υπάρχει ίσο ή ανώτερο από του οικτιρμούς του Θεού. Γι’ αυτό όποιος απελπίζεται σφάζει ο ίδιος τον εαυτό του…».
Τι σημαίνει αυτό; Ότι εμείς οι ίδιοι τυραννάμε τον εαυτό μας. Εμείς τον γεμίζουμε άγχος, ενοχές και πανικό. Βέβαια αυτήν την εικόνα περί Θεού δυνάστη και τιμωρού, φρόντισαν να την κτίσουν στην συνείδηση μας κάποιοι άνθρωποι της θρησκείας, που είχαν όφελος να είμαστε φοβισμένοι και ενοχοποιημένοι ώστε να μας ελέγχουν. Ας σκεφτεί ο καθένας μόνος του ποιοι και γιατί μας θέλουν έτσι. Σίγουρα αυτός δεν είναι ο Θεός.
Διότι ο Θεός μας έχει συγχωρήσει, δηλαδή μας έχει χωρέσει στο Αναστημένο σώμα Του προ των αιώνων, "καθὼς καὶ ἐξελέξατο ἡμᾶς ἐν αὐτῷ πρὸ καταβολῆς κόσμου.."*. Πριν έρθουμε στην ζωή είμαστε συγχωρεμένοι και σωσμένοι από τον Χριστό. Τι μένει λοιπόν σε εμάς; Να αποδεχθούμε αυτό το δώρο του Θεού. Να ζούμε με ευχαριστία και δοξολογία την κάθε μας στιγμή. Να φανερώνουμε με τις σκέψεις, τις αποφάσεις και επιλογές μας, με τον όλο βίο μας, ότι πιστεύουμε στον Χριστό που ήρθε στο κόσμο και Αναστήθηκε από τους νεκρούς. Μονάχα έτσι όταν έρθει ο θάνατος θα βρει μόνο τα κόκαλα μας αφού τα όνειρα μας θα τα έχουμε ζήσει. Άλλωστε αιωνιότητα σημαίνει να ζεις στα όνειρα του Θεού, στην προαιώνια σκέψη και βούληση Του.
*Εφεσίους 1.4
Οι άγιοι Ανάργυροι (επικεφαλής μιας άτυπης ΜΚΟ) & τι θέλουμε οι γονείς για τα παιδιά μας...
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
ΒΗΜΑΤΑ
Οι άγιοι Ανάργυροι είναι ένα ζεύγος αγίων που συγκινούν ιδιαίτερα τον λαό μας. Η από κοινού πίστη στον Χριστό, η φιλία που τους συνέδεε, η επισταμένη γνώση της ιατρικής επιστήμης, η ευλογία να την συνδυάζουν με την θαυματουργική παρέμβαση τόσο στο σώμα όσο και στην ψυχή των ασθενούντων, κυρίως όμως η συνειδητή απόφασή τους να μην παίρνουν χρήματα για όποια θεραπεία έκαναν, αλλά να δείχνουν με την ανιδιοτελή αγάπη τι σημαίνει ο Χριστός, καθιστούν τους αγίους αυτούς ξεχωριστούς στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Ήταν ακτιβιστές με την σύγχρονη σημασία του όρου; Άνθρωποι δηλαδή που συμμετέχουν σε δράσεις υπέρ του πλησίον, του περιβάλλοντος, της κοινωνίας, με σκοπό έναν καλύτερο κόσμο, με λιγότερη αδικία, λιγότερο πόνο και λιγότερη φτώχεια, επικεφαλής μιας άτυπης ΜΚΟ της τότε εποχής, που αποσκοπούσε στο να ευαισθητοποιήσει και να οργανώσει την φιλανθρωπία, ώστε οι μη προνομιούχοι άνθρωποι να ανακουφίζονται; Τι τους οδήγησε να φερθούν κατ’ αυτόν τον τρόπο;
Όποιος μελετήσει την ζωή των αγίων Αναργύρων, τόσο αυτών που γιορτάζουν την 1η Ιουλίου όσο και αυτών που γιορτάζουν την 1η Νοεμβρίου, αλλά και άλλων ιατρών που ξεχώρισαν την περίοδο των διωγμών κατά των χριστιανών (όπως οι Ανάργυροι Κύρος και Ιωάννης, Παντελεήμων και Ερμόλαος, Μώκιος και Ανίκητος, Σαμψών και Διομήδης, Θαλέλαιος και Τρύφων) θα διαπιστώσει ότι ουδείς εξ αυτών φιλοδόξησε να κάνει έναν κόσμο καλύτερο, λιγότερο άδικο, ουδείς δημιούργησε υποδομές ώστε οι φτωχοί να έχουν ιατρική περίθαλψη.
Αυτά ήταν έργα της πολιτείας και εκείνη έπρεπε να μεριμνήσει. Οι άγιοι όμως είχαν ως όπλο το χάρισμά τους, το οποίο κοπίασαν να το καλλιεργήσουν με την κατά κόσμο γνώση, σπουδάζοντας την ιατρική επιστήμη στις λεπτομέρειές της και γενόμενοι άριστοι επιστήμονες. Δεν έμειναν όμως μόνο σ’ αυτό. Το ενέταξαν στην απόφασή τους ο όλος άνθρωπος να ωφεληθεί από την γνώση σε συνδυασμό με την πίστη. Δεν υποσχέθηκαν αφθαρσία στους ασθενείς που τους πλησίαζαν. Ανακούφισαν, παρατείνοντας την ζωή και την ποιότητά της, όπως κάνει η υγεία, αλλά τους έδειξαν ταυτόχρονα ότι το νόημα της ύπαρξης δεν καταλήγει στον θάνατο, αλλά αποκτά περιεχόμενο αιωνιότητας διά της πίστης στον Χριστό, όταν ο άνθρωπος ενστερνίζεται την αγάπη και την ανάσταση.
Δεν ήθελαν να πάρουν χρήματα. Δεν ήταν σκοπός τους η ευμάρεια και το ευ ζην. Δεν έκαναν οικογένειες για να έχουν τις ωραίες μέριμνες, που όμως, σχεδόν πάντα, δεσμεύουν την ελευθερία του ανθρώπου. Τα λίγα που είχαν -ή και η ελεημοσύνη των χριστιανών- τους έφταναν για να ζήσουν. Σκοπός τους ήταν να μιλήσουν για τον Χριστό και να Τον δείξουν στον κόσμο. Και Εκείνος προσέθετε στην γνώση την δύναμη του θαύματος. Έκανε τον κόσμο να αισθάνεται ότι ο συνδυασμός πίστης και επιστήμης, άνωθεν και επίγειας σοφίας, ανακουφίζει όχι μόνο σωματικά, αλλά, κυρίως, υπαρξιακά τον άνθρωπο. Και οι Ανάργυροι, αφού έλαβαν δωρεάν την χάρη, δωρεάν την έδωσαν, δείχνοντας την ευγνωμοσύνη προς τον Δωρεοδότη, αν και σχεδόν όλοι εισέπραξαν από την εξουσία των καιρών και τους «συναδέλφους» τους οργή, μίσος και θάνατο.
Οι γονείς θέλουμε τα παιδιά μας να σπουδάσουν, να γίνουν ανεξάρτητα οικονομικά, να αποκτήσουν την ευμάρεια. Λησμονούμε όμως ότι η αγάπη όχι μόνο καλύπτει πλήθος αμαρτιών, αλλά και δίνει νόημα αιωνιότητας, βοηθώντας στην υπέρβαση του χρόνου και της φθοράς του. Τα πάντα Χριστός! Να ένα παράδειγμα αληθινής σπουδής!
Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»
στο φύλλο της Τετάρτης 1ης Ιουλίου 2020
ΒΗΜΑΤΑ
Ήταν ακτιβιστές με την σύγχρονη σημασία του όρου; Άνθρωποι δηλαδή που συμμετέχουν σε δράσεις υπέρ του πλησίον, του περιβάλλοντος, της κοινωνίας, με σκοπό έναν καλύτερο κόσμο, με λιγότερη αδικία, λιγότερο πόνο και λιγότερη φτώχεια, επικεφαλής μιας άτυπης ΜΚΟ της τότε εποχής, που αποσκοπούσε στο να ευαισθητοποιήσει και να οργανώσει την φιλανθρωπία, ώστε οι μη προνομιούχοι άνθρωποι να ανακουφίζονται; Τι τους οδήγησε να φερθούν κατ’ αυτόν τον τρόπο;
Όποιος μελετήσει την ζωή των αγίων Αναργύρων, τόσο αυτών που γιορτάζουν την 1η Ιουλίου όσο και αυτών που γιορτάζουν την 1η Νοεμβρίου, αλλά και άλλων ιατρών που ξεχώρισαν την περίοδο των διωγμών κατά των χριστιανών (όπως οι Ανάργυροι Κύρος και Ιωάννης, Παντελεήμων και Ερμόλαος, Μώκιος και Ανίκητος, Σαμψών και Διομήδης, Θαλέλαιος και Τρύφων) θα διαπιστώσει ότι ουδείς εξ αυτών φιλοδόξησε να κάνει έναν κόσμο καλύτερο, λιγότερο άδικο, ουδείς δημιούργησε υποδομές ώστε οι φτωχοί να έχουν ιατρική περίθαλψη.
Αυτά ήταν έργα της πολιτείας και εκείνη έπρεπε να μεριμνήσει. Οι άγιοι όμως είχαν ως όπλο το χάρισμά τους, το οποίο κοπίασαν να το καλλιεργήσουν με την κατά κόσμο γνώση, σπουδάζοντας την ιατρική επιστήμη στις λεπτομέρειές της και γενόμενοι άριστοι επιστήμονες. Δεν έμειναν όμως μόνο σ’ αυτό. Το ενέταξαν στην απόφασή τους ο όλος άνθρωπος να ωφεληθεί από την γνώση σε συνδυασμό με την πίστη. Δεν υποσχέθηκαν αφθαρσία στους ασθενείς που τους πλησίαζαν. Ανακούφισαν, παρατείνοντας την ζωή και την ποιότητά της, όπως κάνει η υγεία, αλλά τους έδειξαν ταυτόχρονα ότι το νόημα της ύπαρξης δεν καταλήγει στον θάνατο, αλλά αποκτά περιεχόμενο αιωνιότητας διά της πίστης στον Χριστό, όταν ο άνθρωπος ενστερνίζεται την αγάπη και την ανάσταση.
Δεν ήθελαν να πάρουν χρήματα. Δεν ήταν σκοπός τους η ευμάρεια και το ευ ζην. Δεν έκαναν οικογένειες για να έχουν τις ωραίες μέριμνες, που όμως, σχεδόν πάντα, δεσμεύουν την ελευθερία του ανθρώπου. Τα λίγα που είχαν -ή και η ελεημοσύνη των χριστιανών- τους έφταναν για να ζήσουν. Σκοπός τους ήταν να μιλήσουν για τον Χριστό και να Τον δείξουν στον κόσμο. Και Εκείνος προσέθετε στην γνώση την δύναμη του θαύματος. Έκανε τον κόσμο να αισθάνεται ότι ο συνδυασμός πίστης και επιστήμης, άνωθεν και επίγειας σοφίας, ανακουφίζει όχι μόνο σωματικά, αλλά, κυρίως, υπαρξιακά τον άνθρωπο. Και οι Ανάργυροι, αφού έλαβαν δωρεάν την χάρη, δωρεάν την έδωσαν, δείχνοντας την ευγνωμοσύνη προς τον Δωρεοδότη, αν και σχεδόν όλοι εισέπραξαν από την εξουσία των καιρών και τους «συναδέλφους» τους οργή, μίσος και θάνατο.
Οι γονείς θέλουμε τα παιδιά μας να σπουδάσουν, να γίνουν ανεξάρτητα οικονομικά, να αποκτήσουν την ευμάρεια. Λησμονούμε όμως ότι η αγάπη όχι μόνο καλύπτει πλήθος αμαρτιών, αλλά και δίνει νόημα αιωνιότητας, βοηθώντας στην υπέρβαση του χρόνου και της φθοράς του. Τα πάντα Χριστός! Να ένα παράδειγμα αληθινής σπουδής!
Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»
στο φύλλο της Τετάρτης 1ης Ιουλίου 2020
Παρασκευή 26 Ιουνίου 2020
Μόνη της η οργή δεν έχει δύναμη, αν δεν υπάρχει κάποιος άλλος να την τρέφει.
Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου
Αν δεις ότι κάποιος αγριεύει, τότε να υποχωρείς περισσότερο. Γιατί όταν ο άνθρωπος βρίσκεται σε αυτήν την κατάσταση της μανίας, χρειάζεται και περισσότερη παρηγοριά. Όσο χειρότερα φέρεται, τόσο μεγαλύτερη καλοσύνη θέλει.
Η υποχωρητικότητα απέναντι σε κάποιον που έχει θυμό είναι απαραίτητη, όσο είναι και απέναντι σε κάποιον που έχει υψηλό πυρετό. Όταν είναι αγριεμένο το θηρίο, τότε το αποφεύγουμε όλοι. Έτσι κι αυτόν που οργίζεται.
Δε βλέπεις τι κάνουν οι ναύτες; Όταν πιάσει δυνατός άνεμος, κατεβάζουν τα πανιά για να μη βουλιάξει το σκάφος.
Κι ο αναβάτης, όταν τον παρασύρουν τα άλογα, δεν τραβάει τα χαλινάρια αλλά τα χαλαρώνει, για να μην εξουδετερώσει τη δύναμή του με μια δική του κίνηση. Αυτό να κάνεις και συ.
Είναι φωτιά ο θυμός, είναι φλόγα δυνατή που χρειάζεται καύσιμη ύλη. Μη δώσεις τροφή στη φωτιά και γρήγορα θα σβήσεις το κακό. Μόνη της η οργή δεν έχει δύναμη, αν δεν υπάρχει κάποιος άλλος να την τρέφει.
Ο Όσιος Δαβίδ από τη Θεσσαλονίκη
Από Νεκρό για το κόσμο
Ο Όσιος Δαβίδ ο εν Θεσσαλονίκη τιμάται στις 26 Ιουνίου.
Εισαγωγή (από αέναη επΑνάσταση)
«Οι δενδρίται, οι του ξύλου της ζωής εκρέμοντες,
οι ανθούντες εν αρεταίς, οι καλοί καρποί του πνεύματος».
Οι Μοναχοί και οι ασκητές της Ορθοδοξίας διαβιούσαν και διαβιούν, ως γνωστόν, σε μοναστήρια, σκήτες και καλύβες, που βρίσκονται σε τοποθεσίες ιδιαίτερου φυσικού κάλλους. Αρκετοί απ’ αυτούς παλαιότερα, στα χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, οι λεγόμενοι Δενδρίτες όσιοι, έστηναν τις καλύβες τους επάνω σε δέντρα κι εκεί ασκήτευαν επί αρκετά χρόνια, προσευχόμενοι αδιάκοπα στο Θεό και διδάσκοντας τον πιστό λαό της περιοχής.
Ο σημαντικότερος απ’ τους εν λόγω δενδρίτες ασκητές ήταν ο όσιος Δαβίδ ο εν Θεσσαλονίκη, που έζησε στην εποχή του Ιουστινιανού (5ος - 6ος αιών). Ο όσιος αυτός ασκήτεψε επί τρία χρόνια επάνω σε ένα δένδρο αμυγδαλιάς, στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης. Ο Συναξαριστής αναφέρει τα εξής για τη θαυμαστή ζωή και δράση του:
«Ο όσιος Δαβίδ ήταν από τη Θεσσαλονίκη και έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Ιουστινιανού (527 - 565).Η ζωή του ήταν μια συνεχής φιλανθρωπία και εργασία για την πίστη του Χριστού. .Όταν ήλθε η κατάλληλη ώρα, ο Δαβίδ μοίρασε τα υπάρχοντά του στους φτωχούς και έγινε αναχωρητής. Για τρία ολόκληρα χρόνια κατοικούσε επάνω σ’ ένα δένδρο αμυγδαλιάς. εκεί, με τα λιοπύρια του καλοκαιριού και τις παγωνιές του χειμώνα, δουλαγωγούσε το σώμα του με άσκηση στην εγκράτεια και με προσευχή, απαγγέλλοντας τους παρακάτω στίχους του προφητάνακτος ομωνύμου του Δαβίδ:
«Ωμοιώθην πελεκάνι ερημικώ, εγενήθην ωσεί νυκτικόραξ εν οικοπέδω, ηγρύπνησα και εγενόμην ως στρουθίον μονάζον επί δώματος». (Δηλαδή: Έγινα όμοιος με πελεκάνο, που περνά τις μέρες του στην έρημο. Κατάντησα σαν κλαυσοπούλι που κράζει κλαψιάρικα τη νύκτα σε ερειπωμένο σπίτι. Παρέμεινα άυπνος και έγινα σαν στρουθίο που έχασε το σύντροφό του και μένει μόνο στο ύψος της στέγης).
Πράγματι, ο όσιος Δαβίδ με την αυστηρή άσκηση κατάφερε να υποτάξει σε μεγάλο βαθμό τα πάθη της σάρκας και να γίνει ένας ένσαρκος άγγελος, γι’ αυτό και οι Θεσσαλονικείς τον επέλεξαν και τον έστειλαν ως αντιπρόσωπό τους στον αυτοκράτορα Ιουστινιανό, για να ζητήσει έναν άξιο Έπαρχο για την πόλη τους. Ο όσιος Δαβίδ, κατά την επιστροφή του απ’ την Κωνσταντινούπολη στη Θεσσαλονίκη, παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο, επάνω στο πλοίο που τον μετέφερε. Ήταν το έτος 540 μ.Χ.».
περισσότερα εδώ
Εισαγωγή (από αέναη επΑνάσταση)
«Οι δενδρίται, οι του ξύλου της ζωής εκρέμοντες,
οι ανθούντες εν αρεταίς, οι καλοί καρποί του πνεύματος».
Οι Μοναχοί και οι ασκητές της Ορθοδοξίας διαβιούσαν και διαβιούν, ως γνωστόν, σε μοναστήρια, σκήτες και καλύβες, που βρίσκονται σε τοποθεσίες ιδιαίτερου φυσικού κάλλους. Αρκετοί απ’ αυτούς παλαιότερα, στα χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, οι λεγόμενοι Δενδρίτες όσιοι, έστηναν τις καλύβες τους επάνω σε δέντρα κι εκεί ασκήτευαν επί αρκετά χρόνια, προσευχόμενοι αδιάκοπα στο Θεό και διδάσκοντας τον πιστό λαό της περιοχής.
Ο σημαντικότερος απ’ τους εν λόγω δενδρίτες ασκητές ήταν ο όσιος Δαβίδ ο εν Θεσσαλονίκη, που έζησε στην εποχή του Ιουστινιανού (5ος - 6ος αιών). Ο όσιος αυτός ασκήτεψε επί τρία χρόνια επάνω σε ένα δένδρο αμυγδαλιάς, στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης. Ο Συναξαριστής αναφέρει τα εξής για τη θαυμαστή ζωή και δράση του:
«Ο όσιος Δαβίδ ήταν από τη Θεσσαλονίκη και έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Ιουστινιανού (527 - 565).Η ζωή του ήταν μια συνεχής φιλανθρωπία και εργασία για την πίστη του Χριστού. .Όταν ήλθε η κατάλληλη ώρα, ο Δαβίδ μοίρασε τα υπάρχοντά του στους φτωχούς και έγινε αναχωρητής. Για τρία ολόκληρα χρόνια κατοικούσε επάνω σ’ ένα δένδρο αμυγδαλιάς. εκεί, με τα λιοπύρια του καλοκαιριού και τις παγωνιές του χειμώνα, δουλαγωγούσε το σώμα του με άσκηση στην εγκράτεια και με προσευχή, απαγγέλλοντας τους παρακάτω στίχους του προφητάνακτος ομωνύμου του Δαβίδ:
«Ωμοιώθην πελεκάνι ερημικώ, εγενήθην ωσεί νυκτικόραξ εν οικοπέδω, ηγρύπνησα και εγενόμην ως στρουθίον μονάζον επί δώματος». (Δηλαδή: Έγινα όμοιος με πελεκάνο, που περνά τις μέρες του στην έρημο. Κατάντησα σαν κλαυσοπούλι που κράζει κλαψιάρικα τη νύκτα σε ερειπωμένο σπίτι. Παρέμεινα άυπνος και έγινα σαν στρουθίο που έχασε το σύντροφό του και μένει μόνο στο ύψος της στέγης).
Πράγματι, ο όσιος Δαβίδ με την αυστηρή άσκηση κατάφερε να υποτάξει σε μεγάλο βαθμό τα πάθη της σάρκας και να γίνει ένας ένσαρκος άγγελος, γι’ αυτό και οι Θεσσαλονικείς τον επέλεξαν και τον έστειλαν ως αντιπρόσωπό τους στον αυτοκράτορα Ιουστινιανό, για να ζητήσει έναν άξιο Έπαρχο για την πόλη τους. Ο όσιος Δαβίδ, κατά την επιστροφή του απ’ την Κωνσταντινούπολη στη Θεσσαλονίκη, παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο, επάνω στο πλοίο που τον μετέφερε. Ήταν το έτος 540 μ.Χ.».
περισσότερα εδώ
Κυριακή 21 Ιουνίου 2020
Σάββατο 20 Ιουνίου 2020
Ἔρωτα ἀνίκητε στόν πόλεμο, πού κάνεις χτῆμα σου ὅπου πέσεις
από Aντίφωνο
Βασιλική Τσουκάτου-Κορωναίου -20 Ιουνίου 2020
Βασιλική Τσουκάτου-Κορωναίου -20 Ιουνίου 2020
Αν αγαπάμε – ή τουλάχιστον παλεύουμε να αγαπάμε – Εκείνον που Πρώτος μας αγάπησε, δεν υπάρχει πιο ακατανόητη εντολή από την ατομική λατρεία. Λατρεία με προσομοίωση. Τέτοιες κουβέντες, τέτοιες οδηγίες εκστομίζονται και συντάσσονται από ανθρώπους που δεν ξέρουν τι θα πει Έρωτας. Όχι που δεν πήγαν ποτέ στην Εκκλησία ή που αντιμάχονται την πίστη, αλλά που δεν κοκκίνησαν και δεν ανατρίχιασαν ποτέ τους ακούγοντας το κείμενο της Αντιγόνης: « Ἔρως ἀνίκατε μάχαν, Ἔρως, ὃς ἐν κτήνεσι πίπτεις…».
Μα δεν είναι αγάπη να αυτοπεριοριστούμε για χάρη, αν όχι δική μας, τουλάχιστον εκείνων που κινδυνεύουν περισσότερο; Βέβαια. Τη ζήσαμε αυτήν την αγάπη, αν και δεν την αξίζαμε, μας την επέτρεψε ο Θεός. Είναι σαν την αγάπη της γυναίκας του καπετάνιου, που με ξεριζωμένη την καρδιά τον αποχαιρετά στο λιμάνι, χωρίς να ξέρει αν θα τον αντικρίσει πάλι. Έχει όμως γέροντες γονείς που πρέπει να γηροκομήσει, έχει παιδιά που πρέπει να φροντίσει… και δεν μπορεί να ακολουθήσει την αγάπη της, αν και έχει το δικαίωμα σαν καπετάνισσα που είναι. Από αγάπη, αφήνει την αγάπη.
Μα το ένα σώμα κι η μια ψυχή του ζευγαριού δεν αντικαθίστανται από ένα γράμμα, από ένα τηλεφώνημα, από μια βιντεοκλήση. Απλά κατασιγάζεται λίγο ο πόνος του χωρισμού και φουντώνει ο πόθος της επανασύνδεσης. Το καταλάβαμε κι αυτό στα τρίσβαθά μας τούτο το Πάσχα. Ευχαριστούμε. Αλλά μη μας λέτε πια αυτή τη νεκρικά παγωμένη φράση. Ατομική λατρεία. Ατομική ζωή. Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα στην αγάπη. Γιατί ο ανίκητος στον πόλεμο Έρωτας του Πρώτου, που προ αιώνων Ερωτεύτηκε, έπεσε πάνω μας, σε μας τους κρύους, τους χλιαρούς, τους αδιάφορους και μας έκανε χτήμα Του και μας κατατρέχει, γλυκά και βασανιστικά μαζί. Και μας ένωσε μεταξύ μας σε ένα Σώμα, που θεραπεύεται στις αναρίθμητες και πολυποίκιλες πληγές των μελών Του, κάθε φορά που το Ζωοποιό Αίμα του Αγαπημένου τρέχει και πάλι στις φλέβες μας. Θέλετε να μας πείτε «Αντέξτε λίγο ακόμα μακριά, πεινάστε κι άλλο, παρηγορηθείτε κάπως με οθόνες και ραδιόφωνα, κλάψτε που είστε χωρισμένοι»; Πείτε το. Θα πάρουμε και θάρρος ότι – ελάχιστα – θα μοιάσουμε στους τέλεια ερωτευμένους Ασκητές και Μάρτυρες και θα σκύψουμε το κεφάλι. Μα μη μας μιλάτε άδεια και κούφια.
Και αν υπάρχει στο μυαλό σας μια άριστα σχεδιασμένη εικόνα ενός ανύπαρκτου πλατωνικού έρωτα, μπορείτε να τον κρατήσετε, αν θέλετε, για λογαριασμό δικό σας, καθώς και των ψυχοθεραπευτών που θα χρειαστείτε. Γιατί ο άνθρωπος ερωτεύεται ολόκληρος. Άρρωστος, ανάπηρος και γέρος αν καταντήσει, θα ακουμπά έστω τρυφερά το χέρι, την πλάτη, το κεφάλι του έρωτά του. Κι αν τον χάσει, θα φιλά τον λευκό σταυρό του στο μνήμα, θα χαϊδεύει τη φωτογραφία του, θα τρώει τα κόλλυβά του. Θα ξαπλώνει στο μισοάδειο κρεβάτι και θα απλώνει το κορμί του στην πλευρά που κάποτε γέμιζε από τον αγαπημένο. Το σώμα του θα συμμετέχει, αλλιώς θα είναι λειψός. Στην Αντιγόνη ο τάφος δεν μπόρεσε να χωρίσει τους ερωτευμένους. Στην Εκκλησία ο Τάφος ένωσε όλους τους ερωτευμένους μια για πάντα.
Αυτό το Αναστημένο Σώμα, που γίνεται η τροφή εκείνων που αγαπήθηκαν και μαθαίνουν να αγαπούν, πώς να το μετρήσετε με ιατρικές ειδικότητες που τελευταίο τους σκαλί έχουν τον ιατροδικαστή; Μέχρι τον θάνατο φτάνει ο γιατρός. Ενώ ο Έρωτας του Αναστημένου διαβαίνει αυτό το κατώφλι. Ποιος από μας τους αμαρτωλούς θαρρείτε δεν φοβάται να πεθάνει; Αυτός που νίκησε τον θάνατο είναι ο Νικητής του φόβου μας, Αυτός που δε δίστασε να πεθάνει αχρείαστα, ξεπλήρωσε το χρέος μας. Πώς να μείνεις μακριά από Αυτόν τον Αγαπημένο; Μπορεί ένα τέτοιο Σώμα με τέτοιο Αίμα στις φλέβες Του να φέρει τίποτε άλλο εκτός από Ζωή; Ζωή πριν και μετά το κατώφλι, που αγωνίζεστε με αίσθηση καθήκοντος προς τον συνάνθρωπο να μας καθυστερήσετε να διαβούμε. Καλά κάνετε. Ευχαριστούμε.
Αλλά σε αυτόν τον τόπο που οι άνθρωποι ονειρεύτηκαν, πριν την Ανάσταση ακόμα, τούτον τον Έρωτα και του τραγούδησαν πως «δε σου ξεφεύγει εσένα ούτε θεός, ούτε κανείς απ᾽ τους λιγόζωους ανθρώπους», θα πρέπει να βρείτε άλλες φράσεις, άλλες λέξεις. Για να κοινωνήσετε μαζί μας έστω στα λόγια.
Και μακάρι όλοι μαζί να Κοινωνήσουμε σύντομα.
Το άρθρο περιλαμβάνεται στο αφιέρωμα «Θεία Κοινωνία», του τρέχοντος τεύχους (αρ. 326, Ιούνιος 2020) του περιοδικού “Πειραϊκή Εκκλησία”.
Στην εικαστική πλαισίωση της σελίδας, ζωγραφική του, σέρβου, Nicolas Sarić.
Παρασκευή 19 Ιουνίου 2020
Πέμπτη 18 Ιουνίου 2020
Σήμερα δικό μου, αύριο δικο σου, και ποτέ κανενός
Από ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ
Αύριο δικο σου
Και ποτέ κανενός!
Επιγραφή σε είσοδο σπιτιού στην Πάτμο 1886
Η φράση «σήμερον εμού, αύριο ετέρου και ουδέποτε τινός», που θέλει να πει «σήμερα δικό μου, αύριο κάποιου άλλου και ποτέ του ίδιου» κοσμεί το γείσο πολλών παλιών ελληνικών σπιτιών, για να μας θυμίζει τη ματαιότητα της κτητικότητας και τον πόνο που φορτώνουμε άδικα στην ψυχή μας.
Στο Γεροντικό συναντάμε τη φράση των ασκητών για το κελί τους
"Κελλίον σήμερον εμού
Αύριον ετέρου
Ουδέποτε τινός".
Δημιουργώ όταν καταστρέφω!
από ΝΕΚΡΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ
(όπου και συμπληρώματα)
Μια βόλτα στους δρόμους είναι συνήθως η λύση σε μια δύσκολη και αγχωτική μέρα· όχι όμως στην πόλη της Αθήνας. Η πρωτεύουσα θα σε προβληματίσει και θα σε βάλει σε βαθιά σκέψη. Ημέρα Παρασκευή και εγώ γυρνάω από τη σχολή κάνοντας μια μεγάλη παράκαμψη, για να μεγαλώσει η βόλτα μου. Άλλωστε, όπως φαίνεται, θα αργήσω να ξαναπάω σχολή! Το βλέμμα μου πέφτει σε έναν τοίχο μουτζουρωμένο με ένα σύνθημα… καταστροφικό: «Δημιουργώ όταν καταστρέφω!».
Δε μπορούσα να σκεφτώ τίποτα πιο αληθινό από αυτό μα συνάμα και τίποτα πιο ψεύτικο. Η σκέψη μου μπερδεύτηκε και η βόλτα μου έγινε ακόμα πιο μεγάλη. Μαζί με αυτήν τη φράση έρχονταν και τα λόγια που κάπου αλλού έτυχε να διαβάσω: «Η καταστροφή είναι δημιουργία, όταν έχεις ετοιμάσει τι θα φτιάξεις μετά». Αυτές οι φράσεις κρύβουν πολλή σκέψη μέσα τους και αντανακλούν πολλές πτυχές της ζωής του ανθρώπου, από τους κοινωνικούς ρόλους που αναλαμβάνει και τις πολιτικές πεποιθήσεις του μέχρι την πνευματική ζωή και τη μετάνοια, την πορεία στον δρόμο του Θεού.
Αλήθεια, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, και τα δύο αυτά είναι κατεξοχήν συνθήματα για τον άνθρωπο που θέλει να ζήσει πνευματική ζωή… Ο Ορθόδοξος Χριστιανός έχει ως πρότυπό του τον Χριστό και κατ’ επέκταση τους αγίους, μορφές επαναστατικές και, αν μη τι άλλο, (κατά κόσμον) αναρχικές! Πήγαν κόντρα στο πνεύμα της εποχής τους, κόντρα στις εντολές των κοσμικών αρχόντων και κόντρα στην προσκόλληση στην ύλη που κατά κύριο λόγο αλλοτριώνει τον πνευματικό άνθρωπο.
Η επανάστασή τους δεν ήταν ταξική ή ιδεολογική, αλλά εσωτερική, γεγονός που επέφερε την πιο δημιουργική καταστροφή: καταστροφή του εγωισμού, γκρέμισμα της μεγάλης ιδέας που μπορεί να είχαν για τον εαυτό τους και, τελικά, σταύρωση του έκπτωτου ανθρώπου μαζί με τα πάθη του· αυτά τα πάθη σήκωσε ο Κύριος πάνω στον σταυρό. Ο Χριστός, με το σχέδιο της Πρόνοιας του φιλάνθρωπου Θεού, ήξερε τι θα δημιουργήσει μετά την «καταστροφή», δηλαδή τη σταύρωση: την αιώνια Βασιλεία Του! Γι’ αυτό άλλωστε και η σταύρωση δεν αποτελεί μέρος καταστροφής αλλά… δημιουργίας!
Η περίοδος που διανύουμε είναι η κατεξοχήν ευκαιρία, για να πραγματωθεί αυτή η φράση. Η Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή μας καλεί να γίνουμε επαναστάτες· ναι! καταστροφείς του παλιού μας εαυτού. Να ρίξουμε τα τείχη των παθών, να αποξενωθούμε από τον παλιό μας εαυτό που συνήθισε και σέρνεται στην αμαρτία. Αυτή η επανάσταση, όπως και όλες οι άλλες, θα φέρει αντιδράσεις και χλευασμό από τον πολύ κόσμο· όμως δεν θα αργήσει η λύτρωση. Ο Χριστός θα δει τα συντρίμμια της ψυχής μας, τα μουτζουρωμένα από τις αμαρτίες ντουβάρια της καρδιάς μας, αλλά θα δει (μακάρι) και την μετάνοιά μας, την αντίδρασή μας, την καταστροφή του παλιού ανθρώπου της αμαρτίας και τότε… θα μας αρπάξει! Θα μας αρπάξει, όπως άρπαξε τον Αδάμ, και θα μας οδηγήσει στη Δημιουργία, την αιώνια Βασιλεία, εκεί που ανήκουμε.
Με αυτές τις σκέψεις φτάνω επιτέλους σπίτι, ελπίζοντας να ξεκινήσω φέτος την καλή καταστροφή και όχι την κακή· όχι αυτή που θέλει ο κόσμος με βία, ψευτο-ιδεολογίες και διαγγέλματα στις πλατείες· όχι! Ταπεινά και ευλαβικά, όπως ο Τελώνης ή, όπως λέει ο ποιητής: «Μέσα στη θλίψη της απέραντης μετριότητας που μας πνίγει από παντού, παρηγοριέμαι ότι κάπου, σε κάποιο καμαράκι, κάποιοι πεισματάρηδες αγωνίζονται να εξουδετερώσουν τη φθορά […]». Καλό αγώνα στα καμαράκια μας, λοιπόν, αφού η κυκλοφορία περιορίστηκε και οι εκκλησίες έκλεισαν.
Καλή Ανάσταση!
Π. Σ. Γ.
φοιτητής Ιστορικού & Αρχαιολογικού ΕΚΠΑ
(όπου και συμπληρώματα)
Δε μπορούσα να σκεφτώ τίποτα πιο αληθινό από αυτό μα συνάμα και τίποτα πιο ψεύτικο. Η σκέψη μου μπερδεύτηκε και η βόλτα μου έγινε ακόμα πιο μεγάλη. Μαζί με αυτήν τη φράση έρχονταν και τα λόγια που κάπου αλλού έτυχε να διαβάσω: «Η καταστροφή είναι δημιουργία, όταν έχεις ετοιμάσει τι θα φτιάξεις μετά». Αυτές οι φράσεις κρύβουν πολλή σκέψη μέσα τους και αντανακλούν πολλές πτυχές της ζωής του ανθρώπου, από τους κοινωνικούς ρόλους που αναλαμβάνει και τις πολιτικές πεποιθήσεις του μέχρι την πνευματική ζωή και τη μετάνοια, την πορεία στον δρόμο του Θεού.
Αλήθεια, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, και τα δύο αυτά είναι κατεξοχήν συνθήματα για τον άνθρωπο που θέλει να ζήσει πνευματική ζωή… Ο Ορθόδοξος Χριστιανός έχει ως πρότυπό του τον Χριστό και κατ’ επέκταση τους αγίους, μορφές επαναστατικές και, αν μη τι άλλο, (κατά κόσμον) αναρχικές! Πήγαν κόντρα στο πνεύμα της εποχής τους, κόντρα στις εντολές των κοσμικών αρχόντων και κόντρα στην προσκόλληση στην ύλη που κατά κύριο λόγο αλλοτριώνει τον πνευματικό άνθρωπο.
Η επανάστασή τους δεν ήταν ταξική ή ιδεολογική, αλλά εσωτερική, γεγονός που επέφερε την πιο δημιουργική καταστροφή: καταστροφή του εγωισμού, γκρέμισμα της μεγάλης ιδέας που μπορεί να είχαν για τον εαυτό τους και, τελικά, σταύρωση του έκπτωτου ανθρώπου μαζί με τα πάθη του· αυτά τα πάθη σήκωσε ο Κύριος πάνω στον σταυρό. Ο Χριστός, με το σχέδιο της Πρόνοιας του φιλάνθρωπου Θεού, ήξερε τι θα δημιουργήσει μετά την «καταστροφή», δηλαδή τη σταύρωση: την αιώνια Βασιλεία Του! Γι’ αυτό άλλωστε και η σταύρωση δεν αποτελεί μέρος καταστροφής αλλά… δημιουργίας!
Η περίοδος που διανύουμε είναι η κατεξοχήν ευκαιρία, για να πραγματωθεί αυτή η φράση. Η Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή μας καλεί να γίνουμε επαναστάτες· ναι! καταστροφείς του παλιού μας εαυτού. Να ρίξουμε τα τείχη των παθών, να αποξενωθούμε από τον παλιό μας εαυτό που συνήθισε και σέρνεται στην αμαρτία. Αυτή η επανάσταση, όπως και όλες οι άλλες, θα φέρει αντιδράσεις και χλευασμό από τον πολύ κόσμο· όμως δεν θα αργήσει η λύτρωση. Ο Χριστός θα δει τα συντρίμμια της ψυχής μας, τα μουτζουρωμένα από τις αμαρτίες ντουβάρια της καρδιάς μας, αλλά θα δει (μακάρι) και την μετάνοιά μας, την αντίδρασή μας, την καταστροφή του παλιού ανθρώπου της αμαρτίας και τότε… θα μας αρπάξει! Θα μας αρπάξει, όπως άρπαξε τον Αδάμ, και θα μας οδηγήσει στη Δημιουργία, την αιώνια Βασιλεία, εκεί που ανήκουμε.
Με αυτές τις σκέψεις φτάνω επιτέλους σπίτι, ελπίζοντας να ξεκινήσω φέτος την καλή καταστροφή και όχι την κακή· όχι αυτή που θέλει ο κόσμος με βία, ψευτο-ιδεολογίες και διαγγέλματα στις πλατείες· όχι! Ταπεινά και ευλαβικά, όπως ο Τελώνης ή, όπως λέει ο ποιητής: «Μέσα στη θλίψη της απέραντης μετριότητας που μας πνίγει από παντού, παρηγοριέμαι ότι κάπου, σε κάποιο καμαράκι, κάποιοι πεισματάρηδες αγωνίζονται να εξουδετερώσουν τη φθορά […]». Καλό αγώνα στα καμαράκια μας, λοιπόν, αφού η κυκλοφορία περιορίστηκε και οι εκκλησίες έκλεισαν.
Καλή Ανάσταση!
Π. Σ. Γ.
φοιτητής Ιστορικού & Αρχαιολογικού ΕΚΠΑ
Τετάρτη 17 Ιουνίου 2020
Ἀγαπάω(Nίκος Καββαδίας), οι προσευχές των ναυτικών και τα ζωντανά βιβλία
Ελ Κονέχο(Ο Κούνελος)
(Διήγημα του Μανώλη Φύσσα, από τα ΄ζωντανά βιβλία')
(Διήγημα του Μανώλη Φύσσα, από τα ΄ζωντανά βιβλία')
Ήταν παραμονές Χριστουγέννων στο Μαρακάιμπο της Βενεζουέλας, εορταστική ατμόσφαιρα έντονη, ειδικά στη γειτονιά του San Benito,του μαύρου αγίου,προστάτη των μαύρων, που γιορτάζεται σε διάφορες ημερομηνίες σε όλη τη λατινική Αμερική..
Στην Βενεζουέλα, η μνήμη του αγίου Μπενίτο, του προστάτη των μαύρων, γιορτάζεται στις 27 του Δεκέμβρη.Μάλιστα, τουλάχιστο 10 μέρες πριν, ομάδες νεαρών με ταμπούρλα τριγυρίζουν στις γειτονιές σπίτι-σπίτι και τραγουδούν τραγούδια, κάλαντα του αγίου Μπενίτο...Πολλά απο αυτά τα τραγούδια, εκτός των ευχών και των αναφορών στον άγιο, είναι και...σκωπτικού περιεχομένου και με επευφυμίες κάθε είδους:'Viva Santo negro!!!', ΄viva las mujeres!!!'΄
Επίσης στήνουν στις γειτονιές πολλά λαικά παιχνίδια με χρηματικό έπαθλο.Το δημοφιλέστερο από αυτά είναι η αναρρίχηση σε έναν στύλο ύψους περίπου 2.5-3 μέτρων, όπου στη κορυφή του είχε ένα χαρτονόμισμα.Και δεν είναι μόνο η δυσκολία να σκαρφαλώσει κάποιος αλλά έχει να αντιμετωπίσει και τα πειράγματα των ανταγωνιστών, που με αυτόν το τρόπο δυσκολεύουν την αναρρίχηση...Για παράδειγμα, μόλις σκαρφαλώνει κάποιος και δεν είναι το παντελόνι του καλά στερεωμένο, τον ξεβρακώνουν και αμέσως εγκαταλείπει την αναρρίχηση ντροπιασμένος, μέχρι την επόμενή του προσπάθεια...
Την ημέρα της γιορτής γίνεται περιφορά του ξύλινου αγάλματος του αγίου με τραγούδια στον αφρικάνικο ρυθμό, που στη Βενεζουέλα τον αποκαλούν φουλία(fulia).
Eίναι εξαιρετικά ενδιαφέρων να βρεθεί κανείς στην περιφορά, όπου όλοι χορεύουν μαζί με τον άγιο και υπάρχει μια απερίγραπτη ατμόσφαιρα ευφορίας και χαρούμενης διάθεσης.(Τον ρυθμό αυτόν τον συνάντησα και σε παραδοσιακό γάμο στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.)
Μία από αυτές τις μέρες, λοιπόν, θέλοντας να ζήσω από κοντά αυτόν τον εορταστικό αναβρασμό, ντύθηκα φτωχικά με ένα σορτς παλιό, ένα μπλουζάκι, αξύριστος και με παντόφλες, χωρίς ρολόι και χρυσό σταυρουδάκι, δηλαδή μια αμφίεση που να μη προκαλεί σε μέρη επικύνδινα.
Έβαλα κάποια χρήματα σε κάποιο κρυφό μέρος του σορτς και κάποια λίγα στη τσέπη μου και πήρα σβάρνα τις φτωχογειτονιές, έχοντας σαν οδηγούς δύο κεντρικές λεωφόρους, την Μιλάγρο που ήταν παραλιακή και την Μπέλλα Βίστα που ήταν ενδότερη.
Έφτασα σε μια αλάνα όπου είχαν στημένο το παιχνίδι με τον στύλο και παρακολουθούσα με εύθυμη διάθεση και πολύ γέλιο τις προσπάθειες των διαγωνιζομένων για το έπαθλο.
Γύρω τριγύρω είχαν στήσει τα μαγαζάκια τους λογής-λογής πλανόδιοι έμποροι και μικροεστιάτορες που πουλούσαν σούπες, διάφορα ντόπια εδέσματα, τροπικά φρούτα σάντουιτς και καφέδες.Οι μυρωδιές του φτηνού λαικού φαγητού αποπνικτικές αλλά και δελεαστικές.
Καθώς παρατηρούσα τα εδέσματα ένα παλικάρι δίπλα μου γύρω στα 30 μου λέει με χαριτωμένη αναίδεια..''Πεινώ'..'
-Κι εγώ,
του απαντώ,κάτσε να φάμε..
-Και ποιός πληρώνει..;μου λέει..
-Εγώ κερνώ..του απαντώ γελώντας.
Κάτσαμε και παραγγείλαμε.Κι ανοίξαμε συζήτηση, όπου σε μια στιγμή τον ρωτώ..
-Πόσα τραγούδια ξέρεις με θέμα την μοναξιά;...Bρήκε πως ήξερε καμιά δεκαριά.
-Οι μοναξιές είναι δύο ειδών..μου λέει σε μια στιγμή..'οι άδειες και οι γεμάτες..''Εγώ εδώ ζω μια άδεια μοναξιά,πολύ σκληρή...''
Κουβέντα στη κουβέντα και σχολιάζοντας αυτά που συμβαίναν γύρω μας, πέρασε πολύ ώρα και σηκωθήκαμε να φύγουμε, ενώ ακόμα δεν είχαμε συστηθεί..
-Τι σε λένε;;Mου λέει.
-Μανόλο.Του απαντώ,-Εσένα;
-Φρέντυ, απο το Φραγκίσκο.
-Μούτσο γούστο..του απάντησα.-Και με τι ασχολείσαι;τον ρώτησα.
-Είμαι μάνατζερ σε καμιά δεκαριά κορίτσια μπαλαρίνες που χορεύουν σε ένα καμπαρέ το 'Ελ Κονέχο΄(El Conejo)
Ήταν δηλαδή κάτι όπως θα το λέγαμε φτωχο-προαγωγός.
-Σε ευχαριστώ για το γεύμα,μου είπε.Αν θέλεις πάμε μία βόλτα μέχρι το σπίτι μου, κάτι ξέχασα εκεί, και μετά πάμε να σε κεράσω ένα ποτό στο καμπαρέ El Conejo (ο κούνελος)...
Φτάσαμε σε ένα σπίτι παλιό, κτίσμα παραδοσιακό, χαρακτηριστικό αρχιτεκτονικό δείγμα συνοικισμών του Μαρακάιμπο, μισοερειπωμένο...Για την ακρίβεια, έλειπε η σκεπή από τη κουζίνα, ενώ το υπόλοιπο που είχε σκεπή ήταν χωρισμένο με παραβάν και διανθισμένο με γυναικεία ρούχα, παπούτσια, καλλυντικά, αρώματα...
-Πολύ ρομαντική κουζίνα έχεις..του είπα..'Κάθεσαι εδώ τις νύχτες και παρατηρείς τα αστέρια..'
-Αρκεί να μη βρέχει..μου απάντησε γελώντας.
-Κι όταν βρέχει πως το αντιμετωπίζεις;
-Υπάρχει νάυλον τυλιγμένο και το απλώνουμε με σχοινιά, όσο για να μη πλημυρίσουμε τελείως..
'Πάμε..'μου είπε μόλις τελείωσε τη δουλειά του.'Πάμε στο καμπαρέ να σε κεράσω ένα ποτό και να δεις και τα κορίτσια'
-Φύγαμε, του απάντησα..
Το καμπαρέ ήταν στο πρώτο χιλιόμετρο της λεωφόρου Μιλάγρο και μας πήρε περίπου 10 λεπτά να φτάσουμε.
Η λεωφόρος αυτή είναι κοντά στο λιμάνι και παράλληλη με τη θάλασσα.Στην αρχή της είναι η είσοδος του λιμανιού και δίπλα στην είσοδο δεσπόζει το κτήριο του Ινστιτούτου Πλαστικών Τεχνών και η λαική αγορά, όπου κανείς μπορεί να βρει εξαιρετικά καλότεχνα σουβενίρ και τα φημισμένα περίτεχνα πολύχρωμα χαλιά(tapices) των αυτόχθονων Ινδιάνων, των Γκουαχίρας.
Το καμπαρέ ήταν λαικό και απευθυνόταν λιγότερο σε ναυτικούς και περισσότερο σε ντόπιους.
Καθίσαμε σε μια γωνιά και ο Φρέντυ μου έφερε μία κόπα-λίβρε, που είναι μίγμα από ρούμι και κόκα-κόλα.
Μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα, τον καπνό και τον θόρυβο, πέρασε η ώρα και μαζεύτηκαν τα κορίτσια του Φρέντυ, οπότε ξεκινήσαμε για το σπίτι.
Με σύστησε στα κορίτσια και ευγενικά τους πρότεινα να πάμε να τους κεράσω φαγητό και αναψυκτικό, που δέχτηκαν με μεγάλη χαρά.
Για την ακρίβεια πήγαμε σε ένα πλανόδιο εστιατόρειο και πήραμε φαγητό, αναψυκτικά και φρούτα σε πακέτα, και πήγαμε σπίτι.Εκεί φάγαμε και ήπιαμε με πολύ κέφι και αστεία, σαν να γνωριζόμασταν χρόνια.
Τέλος, όταν αποφάγαμε, σηκώθηκα να φύγω για να τους αφήσω να ξεκουραστούν, ευχαρίστησα μάλιστα τον Φρέντυ και τα κορίτσια για την χαρούμενη παρέα τους, ενώ εκείνες με ευχαρίστησαν για τα κεράσματα..
Και πάνω στις χαιρετούρες, μία απο τις κοπέλες μου λέει:
-Mανόλο, δε θέλεις κανένα κορίτσι να κοιμηθείς αφού είσαι ναυτικός;
-Όχι..της απάντησα σταθερά.
-Γιατί..;μου απάντησε.
-Γιατί φάγαμε και ήπιαμε μαζί σαν φίλοι...,γίναμε φίλοι, και δε πάει να γίνει τέτοιο πράμα, δεν είναι σωστό...Εγώ τουλάχιστον , δεν μπορώ.
Έπεσε σιωπή για ένα ολόκληρο λεπτό και αντιλήφτηκα πως τα περισσότερα κορίτσια κλαίγανε σιωπηρά...,τα μάτια τους τρέχανε δάκρυα.
Το κορίτσι που μου είχε κάνει τη πρόταση, ήρθε με αγκάλιασε σφικτά και με φίλησε με εμπιστοσύνη.
Το ίδιο έκαναν ένα ένα και τα άλλα κορίτσια, μου χάρισαν και τους χάρισα από μία σφικτή αγκαλιά και ένα ζεστό φιλί.
Συγκινήθηκα...,είπα καληνύχτα και ξεκίνησα για το λιμάνι,
Στο δρόμο σκεπτόμουνα πως τούτα τα κορίτσια μεγάλωσαν απότομα,αφού από δεκατεσσάρων χρονών τα μετατρέψανε σε δοχεία ηδονής.Δε νιώσανε ποτέ πατρική αγκαλιά, μητρικό φιλί και χάδι, αλλά και έρωτα..
Εγώ πάλι, σαν ναυτικός στερημένος.., λόγο της οικογενειακής και κοινωνικής μου απουσίας...,μακριά απο τον τόπο μου...,ένοιωθα την βαθύτερη ανάγκη να αγγιχτώ με ανθρώπους να ζεσταθώ.
Έτσι,συντελέστηκε αυτή η ανεκτίμητη για μένα ανταλλαγή αισθημάτων και τρυφερότητας.
Δε ξαναπήγα όμως άλλη φορά στο Ελ Κονέχο.Μάλλον φοβήθηκα τον κακό μου εαυτό...
Δε ξέρω ποια είναι η μοίρα του Φρέντυ και των κοριτσιών του....Δε θέλω καν να υποψιαστώ..
Το ανθρώπινο υπαρξιακό δράμα είναι ένα ποτάμι...που 'πάντα ρει' και καταλήγει να ενώνεται με την απέραντη θάλλασα.Τι συμβολίζει η ΘΑΛΑΣΣΑ...μέσα μας, όλοι ξέρουμε...με βάση τη δική μας προσωπική αλήθεια...
Νίκος Καββαδίας-Αγαπάω
Ἀγαπάω τ᾿ ὅτι θλιμμένο στὸν κόσμο.
Ἀγαπάω τ᾿ ὅτι θλιμμένο στὸν κόσμο.
Τὰ θολὰ τὰ ματάκια, τοὺς ἀρρώστους ἀνθρώπους,
τὰ ξερὰ γυμνὰ δέντρα καὶ τὰ ἔρημα πάρκα,
τὶς νεκρὲς πολιτεῖες, τοὺς τρισκότεινους τόπους.
Τοὺς σκυφτοὺς ὁδοιπόρους ποὺ μ᾿ ἕνα δισάκι
γιὰ μία πολιτεία μακρυνὴ ξεκινᾶνε,
τοὺς τυφλοὺς μουσικοὺς τῶν πολύβουων δρόμων,
τοὺς φτωχούς, τοὺς ἀλῆτες, αὐτοὺς ποὺ πεινᾶνε.
Τὰ χλωμὰ τὰ κορίτσια ποὺ πάντα προσμένουν
τὸν ἱππότην ποὺ εἶδαν μία βραδιὰ στ᾿ ὄνειρό τους,
νὰ φανῇ ἀπ᾿ τὰ βάθη τοῦ ἀπέραντου δρόμου.
Τοὺς κοιμώμενους κύκνους πάνω στ᾿ ἀσπρόφτερό τους.
Τὰ καράβια ποὺ φεύγουν γιὰ καινούρια ταξίδια
καὶ δὲν ξέρουν καλὰ -ἂν ποτὲ θὰ γυρίσουν πίσω
ἀγαπάω, καὶ θά ῾θελα μαζί τους νὰ πάω
κι οὔτε πιὰ νὰ γυρίσω.
Ἀγαπάω τὶς κλαμμένες ὡραῖες γυναῖκες
ποὺ κυττᾶνε μακριά, ποὺ κυττᾶνε θλιμμένα ...
ἀγαπάω σὲ τοῦτον τὸν κόσμο ὅ,τι κλαίει
γιατὶ μοιάζει μ᾿ ἐμένα.
Περιοδικὸ τῆς Μεγάλης Ἑλληνικῆς Ἐγκυκλοπαίδειας,
τοῦ Παύλου Δρανδάκη, ἀρ. 173, 10 Μαρτίου 1929.
Όλες οι ιστορίες των ζωντανών βιβλίων µεγαλώνουν, κι όσο µεγαλώνουν ωριµάζουν, γλυκαίνουν κι εξαγιάζονται. Κι αυτός ο εξαγιασµός, η µικρή αυτή αγιότητα κάνει τους ανθρώπους να πλησιάζουν ο ένας τον άλλον µε σεβασµό, µε αγάπη χωρίς υστεροβουλία, χωρίς καµιά πρόθεση να αλλάξει ο ένας τον άλλον. Η µόνη πρόθεση είναι να αγκαλιάσει ο ένας τον άλλο... Έτσι, που η ταξική συνείδηση να γίνει αµιγώς κοινωνική συνείδηση...Με την ελπίδα να γίνουµε όσο γίνεται λιγότερο επικριτικοί για τους συνανθρώπους, µε κατανόηση και περισσότερη συγκατάβαση. Να εκλείψει όσο είναι δυνατόν ο άχαρος ρόλος του κοινωνικού δικαστή που, όµως, δικάζει, εκδικάζει αλλά και καταδικάζει, χωρίς κοινωνική συνείδηση, χωρίς συγκατάβαση, χωρίς ανθρωπιά και κατανόηση, µε τις απόλυτες τιµές της έλλειψης ανθρωπιάς ...
Μανώλης.Φύσσας
και εδώ.
Τρίτη 16 Ιουνίου 2020
Παπα-Τύχων: Η Παναγία του έδωσε ψωμί και άγγελος δαμάσκηνα!
Πεμπτουσία
(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
Τον κάθε επισκέπτη του τον θεωρούσε φίλο και απεσταλμένο από τον Θεό. Ό,τι του πρόσφερε το κρατούσε κι αν δεν το είχε ανάγκη τα έδινε αμέσως σε άλλον.
Ενώ δεν είχε τίποτε, θεωρούσε πλούσιο τον εαυτό του.
– Εγώ πλούσιος, δόξα τω Θεώ, έλεγε.
Ενώ δεν είχε τίποτε, θεωρούσε πλούσιο τον εαυτό του.
– Εγώ πλούσιος, δόξα τω Θεώ, έλεγε.
Τω «δόξα τω Θεώ» το είχε συνέχεια στο στόμα του. Άντεχε πολύ στη νηστεία και κάποτε, που είχα να πάω πολλές ημέρες, αντίκρυσα το εξής θαυμαστό.
Σ’ εποχή που δεν υπήρχαν δαμάσκηνα και άνθρωπος είχε ημέρες να τον επισκεφθή, βλέπω στο κελλί του πολλά από αυτά, φρέσκα και ωραία.
Τον ρώτησα, πού τα βρήκε.
– Παιδί μου, άνθρωπος τού Θεού», μου απάντησε.
– Παιδί μου, άνθρωπος τού Θεού», μου απάντησε.
Πίστεψα πως άγγελος του τα πήγε. Τότε μου διηγήθηκε κι ένα άλλο θαύμα, που του είχε συμβεί στη Ρωσία.
Ήταν από τη Σιβηρία και εκεί είχαν πολύ σιτάρι και το ψωμί τους ήταν άσπρο. Όταν περιόδευε τα Ρωσικά μοναστήρια έφτασε στη Μόσχα. Λίγο πιο έξω, εκεί, έτρωγαν μαύρο ψωμί, που δεν μπορούσε να το φάη και για μέρες ήταν νηστικός.
Περνώντας έξω από ένα φούρνο βλέπει μια γυναίκα να του δίνη ένα κάτασπρο ψωμί, ζεστό. Χρήματα δεν είχε και μπήκε μέσα στον φούρνο να την ευχαριστήση.
Ρώτησε τον φούρναρη, πού πήγε ή γυναίκα που του έδωσε το ψωμί. Του απαντά πως καμμιά γυναίκα δεν βγήκε από το μαγαζί του. Όταν μάλιστα είδε το ψωμί στα χέρια του ν’ αχνίζη και σ’ όλη την επαρχία τους να μην υπάρχη τέτοιο, έκθαμβος ένοιωσε πως ήταν η Παναγία.
Ξέσπασε σε δάκρυα συγκινήσεως και ο φούρναρης μ’ ευλάβεια έλαβε λίγο απ’ το ψωμί για ευλογία. Ευχαρίστησαν και οι δύο τη Θεοτόκο. Με το ψωμί αυτό πέρασε όλο τον υπόλοιπο καιρό που έλειπε απ’ το σπίτι του.
Το θαύμα αυτό τον έκανε ν’ αποφασίση τη μοναχική του αφιέρωση.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Ιερομονάχου Αγαθαγγέλου, «Οι αναμνήσεις μου από τον παπα-Τύχωνα», των εκδόσεων το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 1982.
Επίσης:
Συ Κύριε, καρδιογνώστα πάντων..
Στίχοι:
Μοναχή Γαβριηλία
Μουσική:
Χρήστος Τσιαμούλης
Με γέννηση, με θάνατο
Σ' αυτό τον κόσμο ή τον άλλο
Όπου κι αν με πας θα είσαι πάντα Εσύ
Εσύ που ξέρεις την καρδιά μου
Με το αύριο να τη δένεις
Για κείνον που Σε γνώρισε
Κανείς δεν είναι ξένος
Κάνε να μη χάσω ποτέ τη χαρά
Με Σε να είμαι, με Σε τον Ένα
Μες στους πολλούς σαν με πηγαίνεις
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)