Πέμπτη 5 Μαρτίου 2020

Γραμμή του ορίζοντος -Δύση-

''Στην ουσία αυτό το είδος φετιχισμού εμποδίζει τον άνθρωπο να διακρίνει νηφάλια το μέλλον στο παρελθόν και το παρελθόν στο μέλλον,το νέο στο παλαιό και το παλαιό στο νέο,το ορατό (παρόν) στο αόρατο (απόν) και το αόρατο (απόν) στο ορατό (παρόν)...’’


Γ.Παύλος,νόστος ασύμμετρος προσώπου β’ τόμος


                                                                                                                                                                             
 
Χρήστος Βακαλόπουλος -Γραμμή του Ορίζοντος
‘’Τριανταδύο χρονών, χωρισμένη, ρίχνει μια ματιά κατανόησης στον κόκκινο δίσκο που χάνεται, προσπερνάει μια μικρή εκκλησία που στέκει ξεκάρφωτη στην άκρη του γκρεμού με ένα λευκό πανί να ανεμίζει στην πόρτα της.Κάνει δυο βήματα, στέκεται, γυρίζει και βλέπει στα μάτια την ξεκάρφωτη εκκλησία, της έρχεται να κάνει το σταυρό της και δεν το κάνει γιατί ντρέπεται, χιλιάδες φίλοι μέσα της της λένε να μη το κάνει, τι νόημα έχει αυτό που κάνει, το κάνει χωρίς να το εννοεί, δεν είναι του επιπέδου της να κάνει το σταυρό της, αυτό το κάνουν άνθρωποι που δε σκέφτονται τι νόημα έχει αυτό που κάνουν.Χιλιάδες φίλοι ψυθιρίζουν μέσα της ότι είναι μεγάλο ατόπημα να κάνει το σταυρό της, είναι υποκρισία,είναι αμαρτία, είναι κακό σημάδι, είναι αίσχος, είναι μαλακία, είναι ανοησία, είναι γελοίο, είναι ηλίθιο, είναι τρέλα, είναι μεγάλη υποχώρηση, μη το κάνεις αυτό το πράμα Ρέα Φρατζή, το κάνεις χωρίς να το εννοείς.Αυτή την εκκλησία την έβαλαν εδώ, στην άκρη του γκρεμού, χωρίς να το εννοούν.Το λευκό πανί ανεμίζει στην πόρτα της χωρίς να το εννοεί, ο άνθρωπος που περνάει πάνω στο μαύρο άλογο και της λέει καλησπέρα κάτι άλλο εννοεί, χιλιάδες φίλοι υπάρχουν μέσα της και την κάνουν καχύποπτη, κάθε στιγμή χιλιάδες μάτια την παρακολουθούν, χιλιάδες γνώμες ελέγχουν τις κινήσεις της, πρέπει να εξηγείται αυτό που πρόκειτε να κάνει, πρέπει να έχει κάποιο λόγο και να το εννοεί, το κάνει για κάποιο λόγο, δεν το κάνει έτσι,σκέφτεται να κάνει το σταυρό της για κάποιο συγκεκριμένο λόγο που πρέπει να εξηγηθεί.

Στέκεται ακίνητη, μαγνητισμένη, μελαχρινή, χωρισμένη και κάνει ντροπαλά το σταυρό της δέκα βήματα απο την άκρη του γκρεμού.Τον αύγουστο του 1971 πήγαιναν με τη Βάνα να καπνίσουν κρυφά ενώ όλο το χωριό βρισκόταν στην εκκλησία, έμπαιναν την τελευταία στιγμή για να μην τις καταλάβουν, μόλις που προλάβαιναν το Άγιος ισχυρός, Άγιος αθάνατος, ελέησον ημάς.Κάπνιζαν κάνοντας πολύ μεγάλα σχέδια, η ζωή ήταν αλλού, παντού αλλού εκτός απο εδώ, δεν ήταν ζωή αυτή εδώ δι ευχών των Αγίων Πατέρων, η ζωή ήταν ένα πράμα καλοντυμένο, κομψό, αστραφτερό, διακριτικά συγκινιμένο, λεπτό, τα είχε δει άλλωστε στην Ελβετία, του χρόνου η Βάνα θα πήγαινε με το σχολείο στη Γαλλία, θα αισθανόταν ελεύθερη, θα κάπνιζε όσο ήθελε, θα μιλούσε γαλλικά, θα πήγαινε στα μαγαζιά.Ελέησον και σώσων ημάς, ευτυχώς που βρέθηκαν οι δυο τους, δεν είχε με ποιον να μιλήσει η Βάνα σε αυτό το χωριό, κανείς δε καταλάβαινε, κανείς δεν άκουγε δίσκους, τι έκαναν όλοι αυτοί οι άνθρωποι σε αυτό το χωριό, δεν ήξεραν πως είναι η πραγματική ζωή;Μιλούσαν συνέχεια για το παρελθόν, μα τι ήταν αυτό το παρελθόν, που ήταν επιτέλους αυτό το παρελθόν, γιατί δεν εμφανιζότανε ποτέ να το δούμε, που είχε πάει να κρυφτεί και το έψαχναν με τόση μανία, δεν ήξεραν πως δεν υπάρχει πια αυτό το πράμα;Πήγαιναν όλοι μαζί στην εκκλησία κι ανηφόριζαν πίσω όλοι μαζί, καθόντουσαν όλοι μαζί στο καφενεία και έλεγαν αναμνήσεις όλοι μαζί, πως ήταν δυνατόν να κάνουν τα πράματα όλοι μαζί, τι ζωή ήταν αυτή γεμάτη αναμνήσεις, δεν ήξεραν ότι δεν υπάρχουν πια αναμνήσεις, τι ακριβώς εννοούσαν λέγοντας αυτά τα πράματα που ήταν τόσο μακριά απο την πραγματική ζωή;Kάποιος έπρεπε να τους μιλήσει, να τους πει ότι το παρελθόν πέθανε, κάποιος έπρεπε να τους εξηγήσει ότι ζωή είναι αυτό που δεν έχει πια παρελθόν, αυτό που γίνεται επειδή δε θυμάσε πιά, πως βρέθηκε εδώ αυτό το χωριό, γιατί καπνίζαν μόνο άντρες, γιατί κοιμόντουσαν τόσο νωρίς, ζωή ήταν να έχεις ηλεκτρικό, πως μπορούσαν με αυτές τις λάμπες;
Γιατί επέμεναν να είναι φτωχοι, να έχουν μόνο ένα περίπτερο, να έχει τόσα λίγα πράματα το περίπτερο, να πηγαίνουν όλοι μαζί εκκλησία, να γυρίζουν όλοι μαζί;Κάποιος έπρεπε να τους ανοίξει τα μάτια, να τους μιλήσει για την πραγματική ζωή..

Στέκεται δέκα βήματα απο το λευκό πανί που ανεμίζει, ένα ταξί περνάει δίπλα της και την τυλίγει στη σκόνη, έκανε το σταυρό της χωρίς να ξέρει γιατί.Σκέφτεται να ανάψει ένα κερί, μην το κάνεις αυτό , Ρέα Φρατζή.χιλιάδες φίλοι ψιθυρίζουν μέσα της και τη προειδοποιούν ότι αν ανάψει κερί, θα απομακρυνθεί απο τη πραγματική ζωή.μετά δεν υπάρχει επιστροφή, αν ανάψεις κερί θα βάλεις φωτιά στα πάντα, αν ανάψεις κερί, θα διακόψεις τη σχέση σου με τη κοινή λογική, είναι παράλογο να ανάψεις κερί, καταφεύγεις εκεί γιατί δεν είσαι αρκετά δυνατή, μπορούμε να σου αποδείξουμε ότι δε χρειάζεται να ανάψεις κερί, το χρειάζεσαι πραγματικά η το κάνεις επειδή βρέθηκες εδώ μόνη, τριανταδύο χρονών, χωρισμένη χωρίς να ξέρεις γιατί, μελαχρινή, αδύναμη, αντιφατική, ντροπαλή, φοβισμένη, δέκα βήματα απο την άκρη του γκρεμού;Το χρειάζεσαι πραγματικά η μήπως ψάχνεις για παρηγοριά, τα έχεις βάλει με το πραγματικό πρόβλημα, ξεχνάς το πραγματικό πρόβλημα, δε θέλεις να σταθείς στα πόδια σου, λυγίζεις τρέμεις, υποχωρείς, δε ξέρεις τι να κάνεις, βρίσκεσαι εδώ για να αποφύγεις τη πραγματική ζωή;Άν ανάψεις κερί, δεν υπάρχει επιστροφή, η πραγματική ζωή είναι πολύ απαιτητική, το ταξί πέρασε απο δίπλα σου και σε γέμισε σκόνη, είσαι τώρα μες στη σκόνη, αντί να τινάξεις τα ρούχα σου και να πας στην άκρη του δρόμου στέκεσαι τώρα στη μέση, ο ήλιος δύει και εσύ σκέφτεσαι να ανάψεις κερί, μάζεψε όλες τις δυνάμεις σου, δεν υπάρχει επιστροφή.Ποιός έχτισε όλες αυτές τις εκκλησίες στα πιο απίθανα σημεία του νησιού και τι ακριβώς εννοεί;Διάλεξε τα πιο μοναχικά σημεία,εκεί που δε πατάει ψυχη.Τις έκρυψε καλά, τις έκανε ένα με το τοπίο, τι ακριβώς προσπαθει;       
                                          
…Όταν γυρίσαν στην Αθήνα η Βάνα δήλωσε οτι αυτή ήταν η τελευταία χρονιά στο χωριό και βγήκε αληθινή, το επόμενο καλοκαίρι πήγε στη Γαλλία, η Έρση πήγε στην Ίο, η Μίνα πήγε στα Μάταλα, έζησε είκοσι μέρες σε μια σπηλιά και είπε ότι εκεί είναι η πραγματική ζωή.Η Βάνα γύρισε απο τη Γαλλία και είπε οτι εκεί είναι η πραγματική ζωή, καπνίζεις, πίνεις έναν καφέ, μπαίνεις σε ένα μαγαζί, αγοράζεις κάτι, πίνεις έναν καφέ, καπνίζεις, μπένεις σε έναν κινηματογράφο, καπνίζεις, τρως, μπαίνεις σε ένα μαγαζί, αγοράζεις κάτι, καπνίζεις, μπαίνεις σε ένα καφέ, παίζεις ένα φλιπεράκι, καπνίζεις, μπαίνεις σε ένα μαγαζί, αυτή είναι η πραγματική ζωή, αγοράζεις κάτι.Η Έρση είπε ότι μόνο στην Ίο είναι η πραγματική ζωή, εκεί είναι οι ελεύθεροι άνθρωποι, παίζουν κιθάρα, μπαίνουν στη θάλασσα όποτε θέλουν, βγαίνουν όποτε θέλουν, κοιμούνται όποτε θέλουν, παίζουν κιθάρα, τρώνε όποτε θέλουν, χέζουν όποτε θέλουν, κάνουν έρωτα όποτε θέλουν, πίνουν όποτε θέλουν, παίζουν κιθάρα, αυτή είναι η πραγματική ζωή.Η Ρέα σκέφτηκε να πάει στο χωριό, αλλα ντράπηκε, είχαν πει με τη Βάνα ότι ήταν η τελευταία φορά πέρυσι, έμεινε στην Αθήνα και σκεφτόταν το ντροπαλό παιδί που μπήκε στο δωμάτιό της στη Μοντάνα, πήγε σαράντα φορές σινεμά, η μαμά τη ρώτησε γιατί δε πάει λίγο στο χωριό, δεν ήξερε τι να της απαντήσει, ζήτησε την άδεια να πάει στην Ίο να βρει την Έρση, η μαμά είπε όχι, πέρασε το υπόλοιπο καλοκαίρι μισώντας τη μαμά, της είχε στερήσει τη πραγματική ζωή, θα μπορούσε να πάει τουλάχιστον στο χωριό, αλλά ντράπηκε τη Βάνα.

Παραμερίζει το λευκό πανί, μπαίνει στη μικρή ξεκάρφωτη εκκλησία, ανάβει ένα κερί.Ο ήλιος δύει, κάποιος πέρασε και άναψε ένα κερί, πέρασε μια μελαχρινή γυναίκα και άναψε ένα κερί, έστειλε μερικές σκέψεις στις φίλες τις και στον άντρα της, έστειλε ένα χαιρετισμό σε ένα ντροπαλό παιδί που μπήκε κάποτε στο δωμάτιό της και ύστερα το κατάπιε η πραγματική ζωή, πέρασε μια γυναίκα και συνέχισε προς τη πλατεία,πήγαιναν όλοι μαζί εκκλησία κι ανηφόριζαν πίσω όλοι μαζί, καθόντουσαν στα καφενεία και έλεγαν αναμνήσεις, τους διέφευγε η πραγματική ζωή, προσέφεραν λουκούμι, ψυθίριζαν το Δι ευχών όλοι μαζί, πέρασε μια μελαχρινή γυναίκα τη στιγμή της δύσης και άναψε κερί χωρίς να ξέρει γιατι..
...Κατηφορίζει σε μια φιλόξενη παραλία, καταφεύγει στο μοναδικό δέντρο, στέκεται στη σκιά.Ανοίγει την εφημερίδα της προηγούμενης που έφερε χτες το βράδυ το Κάμιρος και την κλείνει αμέσως, οι πληροφορίες είναι ανύπαρκτες, όλα αυτά τα σάπια νέα είναι ανύπαρκτα, αληθινά κι όμως ανύπαρκτα, πραγματικά κι όμως ανύπαρκτα, μακρινά,ψεύτικα.Όταν υπήρχε αυτός ο κόσμος στο πτώμα του οποίου έχουν γαντζωθεί οι εφημερίδες η πραγματικότητα ήτανε άγνωστη στους δημοσιογράφους...


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου