Σάββατο 9 Μαΐου 2020

Η ποίηση αρχίζει από κει που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο θάνατος-Οδ.Ελύτης

Οδυσσέας Ελύτης +18/3/1996

Είναι η λήξη μιας ζωής και η έναρξη μιας άλλης, που είναι η ίδια με την πρώτη άλλα που πάει πολύ βαθιά, ως το ακρότατο σημείο που μπόρεσε να ανιχνεύσει η ψυχή, στα σύνορα των αντιθέτων, εκεί που ο Ήλιος κι ο Άδης αγγίζονται. Η ατελεύτητη φορά προς το φως το Φυσικό, που είναι ο Λόγος, και το φως το Άκτιστον, που είναι ο Θεός.

Η αίσθηση του «γυρισμού των πραγμάτων» μου είναι οικεία, ίδια καθώς το κύμα της Ποίησης που έλεγα πριν ότι τ’ αφήνω να χτυπά μακριά στην πρώτη μου νεότητα και να ξαναγυρίζει εκεί που περιμένω λιγοστεμένος κάθε φορά και περισσότερο, αλλ’ ορθός – καθώς το θέλησα.

Ένας αμετανόητα ερωτευμένος· που πηγαίνω πάντα νωρίτερα στο σημείο το κρυφό της συνάντησης, με την ίδια λαχτάρα, το ίδιο σφίξιμο στο λαιμό, το ίδιο βημάτισμα επάνω – κάτω και περιμένω… Τι; Ίσως αυτό, θα έλεγα, που αν δεν ανέβει να γίνει δάκρυο, πήζει στο στήθος και βαραίνει και ο κόσμος όλος άξαφνα φαίνεται τόσο γλυκός και τόσο πικρός μαζί. Κάποτε είναι μια κοπέλα· κάποτε, πάλι, δυο – τρεις στίχοι· πολλές φορές, άπλα και μόνον το καλοκαίρι.

Τα πιο ανεπαίσθητα σημάδια, τα πιο αόρατα- ο τρόπος που γέρνει λίγο πιο λοξά ένα πουλί, που φωνάζει λίγο πιο δυνατά ο γιαουρτάς το δειλινό στον κατηφορικό δρόμο, που μπαίνει απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο αναπάντεχα μια μυρωδιά καμένου χόρτου (που βρέθηκε; από που να ‘ρχεται;) -, παίρνουν ολάκερη τη σημασία τους, λες κι έχουν αποστολή τους μοναδική να με πείσουν ότι, οπού να ‘ναι, σήμανε ο ερχομός της αγαπημένης.
Να γιατί γράφω. Γιατί η Ποίηση αρχίζει από κει που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο Θάνατος. 

Γι’ αυτό γράφω. Γιατί με γοητεύει να υπακούω σ’ αυτόν που δε γνωρίζω, που είναι ο εαυτός μου ολάκερος, όχι ο μισός – που ανεβοκατεβαίνει τους δρόμους και «φέρεται εγγεγραμμένος στα μητρώα αρρένων του Δήμου».

N.Γ.Πετζίκης +13/1/1993

...Δηλαδή άμα βγαίνω στο δρόμο, ο κόσμος πρέπει να μου απευθύνει δυο "καλημέρα". Ένα "καλημέρα" για το πρόσωπό μου που βλέπει και έχει το όνομα Nίκος (δημότης Θεσσαλονίκης, κλάσεως 1928, αριθμός μητρώου αρρένων 1075), που μπορεί να το γνωρίσει από κοντά, να το δει, να το ψηλαφήσει. Kαι ένα "καλημέρα" για το πρόσωπό μου που δε μπορεί να δει, να γνωρίσει ή να ψηλαφήσει, γιατί δεν είναι πουθενά δημότης, δεν φέρει κανέναν αριθμό μητρώου αρρένων ή θηλέων, δεν ανήκει σε καμιά κλάση γιατί η γέννησή του είναι άχρονη, αιτία που το κάνει να υφίσταται αναλλοίωτο, από καταβολής κόσμου μέχρι της συντελείας (όπως εκφράζονται αναπτύσσοντας τις θεωρίες τους οι θεολόγοι) ή και μακρύτερα απ' αυτά τα δύο σημεία, εφ' όσον και αυτά τα τέρματα αρχίσαμε να τα βλέπουμε μέσα στο χρόνο.
    Δεν πειράζει αν κανένας δεν μου αποτείνει το δεύτερο "καλημέρα". Δεν πειράζει...
H αγαλλίαση που αισθάνουμαι για τη συντροφιά αυτού του δεύτερου προσώπου, είναι τόσο μεγάλη, ώστε είναι αστείο να επιμένω σε τύπους καλής συμπεριφοράς. Ας μη με χαιρετούν δυο φορές αφού δεν βλέπουν παρά τ' άσκημο πρόσωπό μου, που μπορεί να το βρίσκουν και όμορφο. Eγώ βγαίνω συντροφιά μαζύ του με το πιο θερμό αγκαζέ, όπως δε βγήκε ποτέ περίπατο το καλύτερο ζευγάρι των ερωτευμένων...

Είναι σωστό να δίνουμε στο άγνωστο το μέρος που του ανήκει· να γιατί πρέπει να γράφουμε. Γιατί η Ποίηση μας ξεμαθαίνει από τον κόσμο, τέτοιον που τον βρήκαμε: τον κόσμο της φθοράς, που έρχεται κάποια στιγμή να δούμε ότι είναι η μόνη οδός για να υπερβούμε τη φθορά, με την έννοια που ο Θάνατος είναι η μόνη οδός για την Ανάσταση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου