Ούτοι λοιπόν ποιμάναντες τας Εκκλησίας αυτών, επήγαν εις την Δύσιν, και φθάσαντες εις την χώραν των Κυρηναίων (Κέρκυρα) έκτισαν Εκκλησίαν εις όνομα του Αγίου Πρωτομάρτυρος Στεφάνου, και εκεί λειτουργούντες εις τον Θεόν, πολλούς απίστους ετράβιζαν εις την πίστιν του Χριστού. Επειδή δε εδιαβάλθησαν εις τον βασιλέα Κερκυλλίνον, δια τούτο εβάλθησαν εις την φυλακήν, μέσα εις την οποίαν ευρίσκοντο κλεισμένοι επτά αρχηγοί των κλεπτών, των οποίων τα ονόματά εισι ταύτα: Σατορνίνος, Ιακίσχολος, Φαυστιανός, Ιαννουάριος, Μαρσάλιος, Ευφράσιος, και Μαμμίνος. Τούτους λοιπόν διδάξαντες οι Απόστολοι με τα λόγιά των, και πληροφορήσαντες με τα θαυμάσια οπού εποίησαν, τους έφερον εις την του Χριστού πίστιν, και πρόβατα αυτούς αντί λύκων εποίησαν. Οι οποίοι μετά ταύτα εβάλθησαν μέσα εις καζάνια πυρωμένα, γεμάτα από πίσσαν και λάδι και κηρί και τιάφι, και εκεί τελειωθέντες, έλαβον τους στεφάνους της αθλήσεως. Ομοίως δε και ο δεσμοφύλαξ, επειδή επίστευσε τω Χριστώ, δια τούτο έκοψαν την αριστεράν του χείρα και τους δύω του πόδας. Έπειτα έκοψαν αυτού και την κεφαλήν, επικαλουμένου το του Χριστού όνομα.
Εκβαλών δε ο βασιλεύς από την φυλακήν τους Αγίους Ιάσωνα και Σωσίπατρον, έδωκεν αυτούς εις τον έπαρχον Καρπιανόν δια να τους τιμωρήση. Ούτος λοιπόν αφ’ ου ερώτησε τους Αποστόλους εάν αρνούνται τον Χριστόν, και είδεν αυτούς αμεταθέτους, τότε τους έδεσε και τους έρριψεν εις την φυλακήν. Βλέπουσα δε αυτούς έτζι δεμένους ως καταδίκους, Κερκύρα η του βασιλέως θυγάτηρ, και μαθούσα ότι δια τον Χριστόν ταύτα πάσχουσιν, εκήρυξε τον εαυτόν της Χριστιανήν. Όθεν εκδυθείσα τα στολίδια οπού εφόρει, τα εμοίρασεν εις τους πτωχούς. Τούτο δε μαθών ο πατήρ της, παρεκίνησεν αυτήν δια να μεταβληθή. Επειδή όμως δεν εδυνήθη, την έβαλεν εις την φυλακήν, είτα παρέδωκεν αυτήν εις ένα Αιθίοπα δια να την φθείρη. Ο δε Αιθίοψ, ευθύς οπού μόνον έγγιξεν εις την πόρταν της φυλακής, διεσπαράχθη από ένα θηρίον. Η δε Αγία Κερκύρα τούτο μαθούσα, ιάτρευσεν αυτόν, είτα με τας διδασκαλίας της τον έκαμε στρατιώτην του Χριστού και Χριστιανόν. Όθεν με μεγάλην φωνήν ανεβόησεν ο Αιθίοψ, «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών». Τούτο δε μαθών ο βασιλεύς, δεινώς αυτόν εβασάνισε, και έτζι παρέδωκεν ο αοίδιμος την ψυχήν του εις χείρας Θεού.
Οι δε στρατιώται έφερον ξύλα πολλά εις την φυλακήν, και άναψαν πυρκαϊάν δια να κατακαύσουν την Αγίαν Κερκύραν. Τούτου δε γενομένου, έμεινεν αβλαβής η Αγία. Όθεν ετράβιξε πολλούς εις την του Χριστού πίστιν. Δια τούτο εκρέμασαν αυτήν εις ξύλον, και υποκάτω εκάπνισαν αυτήν με καπνόν πνιγερόν. Έπειτα την εσαΐτευσαν, και τόσον την εκαταπλήγωσαν, ώστε οπού, εκ των πόνων παρέδωκε την ψυχήν της εις χείρας Θεού. Μετά ταύτα, εκίνησε διωγμόν κατά των Χριστιανών ο ρηθείς βασιλεύς Κερκυλλίνος. Και επειδή οι Χριστιανοί κατέφυγον εις ένα μικρόν νησάκι, οπού ήτον εκεί κοντά, δια τούτο εμβήκεν εις καΐκιον ο ίδιος βασιλεύς δια να υπάγη εκεί να τους τιμωρήση. Όταν δε έφθασεν εις το μέσον του πελάγους, κατεποντίσθη εις τον βυθόν της θαλάσσης ως ο πάλαι Φαραώ. Και ο μεν του Κυρίου λαός, επρόσφερεν εις τον Θεόν ύμνους και ευχαριστηρίας, ο δε Ιάσων και Σωσίπατρος ελευθερωθέντες από την φυλακήν, εδίδασκον ανεμποδίστως τον λόγον του Θεού. Επειδή δε έγινε βασιλεύς άλλος, και έμαθε τα περί των Αγίων, επρόσταξε να φέρουν εις αυτόν μίαν βούτην, ήγουν μίαν παραβούταν σιδηράν, και μέσα εις αυτήν να βάλουν πίσσαν και ρετζίνην και κηρί, και να τα βράσουν δυνατά, έπειτα έβαλον μέσα εις αυτήν τους Αγίους. Αλλ’ οι μεν Άγιοι άφλεκτοι διεφυλάχθησαν, οι δε άπιστοι, άλλοι μεν, εκάησαν, άλλοι δε, επίστευσαν τω Χριστώ. Ο δε βασιλεύς δέσας μίαν πέτραν από τον λαιμόν του μετενόει και θρηνών έλεγεν, ο Θεός Ιάσωνος και Σωσιπάτρου βοήθει μοι και ελέησόν με. Τότε ο μακάριος Ιάσων συνάξας όλους εκείνους οπού επίστευσαν, τους εδίδαξε τον λόγον της αληθείας, παρόντος και του βασιλέως, και κατηχήσας αυτούς, τους εβάπτισεν όλους ομού και τον βασιλέα εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Επωνόμασε δε τον βασιλέα Σεβαστιανόν, μετά ολίγας δε ημέρας ασθενήσας ο υιός του βασιλέως, απέθανεν. Ο δε Απόστολος Ιάσων προσευχηθείς, ανέστησεν αυτόν. Πολλά δε και άλλα θαύματα έκαμεν ο Άγιος, λόγου και μνήμης άξια. Κτίσας δε και Εκκλησίας ωραίας μαζί με τον βασιλέα, και πάντα καλώς και οσίως τελέσας, και αυξήσας το του Χριστού ποίμνιον, ετελείωσε την ζωήν του εις γήρας βαθύ, και μετέβηκεν εκ των επιγείων εις τα Ουράνια.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
από ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ |
Κάθουμαι και κοιτάζω έτσι ώρες πολλές. Ησυχία είναι μέσα μου, κι απ’ έξω η πλάση είναι ειρηνεμένη και βλογημένη. Η βουή του κόσμου σαν να’ ναι ψέμμα, ένας βραχνάς που έσβησε και χάθηκε... Έχε γεια, αδελφέ μου, που δεν ξέρω ποιος είσαι, κι ούτε κ’ εσύ θα μάθεις ποτές πως σε κοίταξε κάποιος από μακρυά, με τόση αγάπη, από μιαν έρημη ακρογιαλιά, δίχως να φαίνεται καθόλου... Φώτης Κόντογλου,'ευλογημένο καταφύγιο'.
Τρίτη 28 Απριλίου 2020
Οι Άγιοι Απόστολοι Ιάσωνας, Σωσίπατρος,η βασίλισσα Κέρκυρα, οι 7 ληστές και ο Αιθίοπας. 29 Απριλίου
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου